Οι Παράς, οι επίλεκτες μονάδες αλεξιπτωτιστών της Γαλλίας, υπήρξαν αντικείμενα λατρείας ή φόβητρα. Τους ελάτρευσαν οι κ ο λ ό ν (έποικοι) της Αλγερίας για την ορμητικότητά τους, το νεανικό τους σφρίγος, τον ασκητισμό τους και την αποτελεσματικότητα τους. Ήταν φόβητρα για τους Βιετμίνχ και τους Αλγερινούς επαναστάτες, γιατί ήταν ατρόμητοι και αδίστακτοι. Όπως όλες οι μονάδες εφόδου σε κάθε χώρα, έτσι και οι Γάλλοι αλεξιπτωτιστές καλλιεργούσαν έναν δικό τους μυστικισμό κι έναν θρύλο που τους ξεχώριζε από τον υπόλοιπο στρατό. Με τους μπερέδες τους και με την καμουφλαρισμένη στολή τους είχαν χτυπητή εμφάνιση όπως επίσης και με την αυτοπεποίθηση τους, το αγέρωχο ύφος και την έννοια της αυτοθυσίας, Περιφρονούσαν συστηματικά ό,τι θεωρούσαν ότι ήταν η συμβιβαστική μετριότης, η καθημερινή χυδαιότης και η χαμέρπεια της πολιτικής ζωής. 'Ισως ο συνταγματάρχης Μπιζάρ, τον οποίο ο Ζαν Λαρτεγκύ παρουσίασε ως συνταγματάρχη Ρασπεγκύ στο μυθιστόρημα του «Οι Κεντυρίωνες», ενσάρκωνε τα ευγενέστερα χαρακτηριστικά και το ομαδικό πνεύμα των αλεξιπτωτιστών.
Στη κινηματογραφική μεταφορρά του έργου το ρόλο του σκληροτράχηλου συνταγματάρχη Ρασπεγκύ ερμήνευσε ο αξέχαστος Άντονυ Κουήν. |
Όπως τόσοι άλλοι αξιωματικοί των αλεξιπτωτιστών, ο Μπιζάρ είχε διδαχθή την τεχνική του κομμουνιστικού επαναστατικού ανταρτοπόλεμου στην Ινδοκίνα, όπου ως διοικητής ενός απομονωμένου λόχου στην ύπαιθρο της Τάυ είχε εκπαιδεύσει τις μονάδες του για να μπορούν να ζουν και να πολεμούν όπως οι Βιετμίνχ.
Για τον γαλλικό στρατό και ιδιαίτερα για τους καθολικούς, συντηρητικούς και φιλόδοξους μόνιμους αξιωματικούς των αλεξιπτωτιστών, ο πόλεμος στις κοιλάδες και στους ορυζώνες υπήρξε μια οδυνηρή εμπειρία. Αντιμετωπίζοντας τους άτρωτους και ασύλληπτους αντάρτες, που διέφευγαν σαν καπνός, οι αξιωματικοί είδαν να αχρη-στεύωνται όλα τα στρατιωτικά αξιώματα της Δύσεως. Αναζητώντας τους λόγους της ήττας του στην Ινδοκίνα ο γαλλικός στρατός προχώρησε πέρα από την εξέταση της στρατηγικής και της τακτικής που είχε χρησιμοποιήσει. Ζητούσε μια ολοκληρωτική εξήγηση για την εφιαλτική κατάσταση από την οποία είχε περάσει. Με πραγματικό πάθος διανοουμένων ορισμένοι αξιωματικοί αλεξιπτωτιστών (και συγκεκριμένα ο συνταγματάρχης Τρενκέ στο βιβλίο του «Ο σύγχρονος πόλεμος») αποκάλυψαν ότι ο γαλλικός στρατός είχε αποδυθή σ' έναν αγώνα στον οποίο οι κομμουνιστές αντάρτες δεν έριξαν μόνο τα σώματα, αλλά και τις ψυχές των κατοίκων όπου διεξάγονταν οι εχθροπραξίες. Το συμπέρασμα ήταν ότι οι Βιετμίνχ είχαν θριαμβεύσει γιατί είχαν εξασφαλίσει τη συνενοχή του πληθυσμού. Έτσι σε κάθε επαναστατικό πόλεμο ο κύριος συντελεστής φαινόταν να είναι η ψυχή του πληθυσμού, που έπρεπε να καμφθή όχι μόνο με τις ξιφολόγχες και με τους βομβαρδισμούς, αλλά και με την εξαντλητική προπαγάνδα. Παρόλο πού ελάχιστοι αξιωματικοί απ' όσους υπηρέτησαν στην Ινδοκίνα γλίτωσαν από την «κίτρινη μόλυνση» (όπως χαρακτηρίζεται η επαφή με το είδος του κομμουνιστικού ανταρτοπολέμου),εκείνοι που είχαν ενστερνισθή ολοκληρωτικά τις θεωρίες του πολέμου αυτού και της ψυχολογικής διεξαγωγής του, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ πολιτικής και πολέμου, ήταν oι επαναπατριζόμενοι αιχμάλωτοι. Οι στρατιωτικοί αυτοί είχαν υποστή τη «στρατηγική τού επαναστατικού πολέμου στην Κίνα» του Μάο Τσε - τούνγκ και είχαν ακούσει ατέλειωτες διαλέξεις πολιτικών κομισαρίων σε στρατόπεδα «αναμορφώσεως» των Βιετμίνχ. Ήταν τώρα πεπεισμένοι ότι έπρεπε να εφαρμόζωνται αδίστακτα oι αρχές της λεγόμενης «αρπαγής τών μαζών», για την επίτευξη των στρατιωτικών στόχων. Όμως η διδασκαλία του επαναστατικού ανταρτοπόλεμου και η εξώθηση του ως τα άκρα δεν ήταν το μόνο μάθημα που είχε διδαχθή ο γαλλικός στρατός στηv Ινδοκίνα. Εκείνο που προ παντός είχε μάθει ήταν νά προσβλέπη στους πολιτικούς της Γαλλικής Δημοκρατίας με έσχατη περιφρόνηση, όχι μόνο γιατί τους έταξαν να επιτελέσουν ένα ανέφικτο καθήκον, αλλά τους αρνήθηκαν και τα μέσα της επιτυχίας. Για τον στρατό, και ιδιαίτερα για τους αλεξιπτωτιστές, ο πόλεμος στην Ινδοκίνα ήταν η εποποιία μιας φούχτας συναδέλφων, που την αποτόλμησαν σ' ένα απομακρυσμένο μέτωπο, ξεχασμένοι από κείνους που τους είχαν στείλει εκεί να πολεμήσουν και να πεθάνουν. «Στραφήκαμε προς τους εαυτούς μας, ζούσαμε με τους εαυτούς μας, γίναμε ευαίσθητοι και ευέξαπτοι όπως οι άνδρες που γδέρνονται ζωντανοί», έγραφε ένας λοχαγός. «Αλλά πόση υπήρξε η απελπισία που νιώθαμε, όταν η ίδια η χώρα μας μάς απαρνιόταν και πόσο πολύ χρειαζόμαστε τότε τήν ανάγκη της αδελφοσύνης!» Αν είχε μεσολαβήσει μιά ανάπαυλα ολίγων ετών μεταξύ του τέλους του πολέμου στην Ινδοκίνα και της εκρήξεως της επαναστάσεως στην Αλγερία, οι αλεξιπτωτιστές θα είχαν ίσως αφομοιώσει τις εμπειρίες τους. Δεν τους δόθηκε όμως χρόνος. Αποδίδοντας με αυταρέσκεια την ήττα τους στις προδοτικές δραστηριότητες τού Μαντές - Φρανς, των κομμουνιστών, των αριστερών και του γαλλικού αντιπολιτευόμενου τύπου, οι αλεξιπτωτιστές βρέθηκαν στην Αλγερία, αποφασισμένοι να κερδίσουν εκεί το είδος του πολέμου που είχαν χάσει στους ορυζώνες και στα οροπέδια. Δέν σκοτίστηκαν όμως για να κατανοήσουν την αιτία τής επαναστάσεως και τα κίνητρα της εξεγέρσεως, που είχε σαρώσει τη γαλλική παρουσία στην Ινδοκίνα, θεωρώντας ότι είχαν μετάσχει σ' έναν επαναστατικό πόλεμο, τον οποίο υποκινούσαν τα Σοβιέτ, προτιμούσαν να πιστεύουν ότι είχαν ηττηθή όχι από την ακατανίκητη απήχηση που είχαν οι πολεμικές επιδιώξεις του αντιπάλου, αλλά από την ικανότητα του να ελέγχη και να κυριαρχή στα πνεύματα του πληθυσμού.
Το σημαντικότερο συμπέρασμά τους ήταν ότι η ισορροπία του τρόμου, που ακινητοποιούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση, επέτρεπε στην τελευταία να υποδαυλίζη επαναστατικούς πολέμους σε διαλεχτά αδύνατα σημεία σ' ολόκληρη την υφήλιο. Έτσι, όταν ξέσπασε η αλγερινή εξέγερση, την ερμήνευσαν ευχερέστατα με βάση τη στρατηγική αυτή θεωρία τους. Ταυτίζοντας την αλγερινή ανεξαρτησία με την ουδετερότητα, και την ουδετερότητα με τη σοβιετική δορυφοροποίηση, οι αλεξιπτωτιστές είδαν τους εαυτούς τους σαν Ρωμαίους κεντυρίωνες που υπεράσπιζαν τον πολιτισμό από τις επιδρομές των βαρβάρων, εξ ονόματος μιας αχάριστης πατρίδας που έτεινε να τους εξαπατά και να τους. προδίδη.
Οι φρικιαστικές υπερβολές τους στην καταστολή της τρομο-κρατίας και της δράσεως των ανταρτών στην Αλγερία προέκυψαν από την αποφασιστικότητα των αλεξιπτωτιστών να εφαρμόσουν με επιτυχία το είδος ακριβώς του πολέμου που τόσο τους είχε ταπεινώσει στην Ινδοκίνα και από τον πολιτικό τους «ακτιβισμό» — την προσπάθεια δηλαδή να δημιουργήσουν έστω και με προκλήσεις ή αντίμετρα πολιτικές καταστάσεις τετελεσμένες, έξω από τα όρια των εντολών τους, που οφειλόταν στον φόβο ότι η Γαλλία μπορούσε να εγκαταλείψη την Αλγερία και να τους αφαιρέση τη δυνατότητα της νίκης.
Ο «ιδεολογικός τους πόλεμος» απαιτούσε την ύπαρξη μιας απλής, σταθερής και καθαρής ιδέας», έγραφε ο Ζαν Μαρί Ντομενάκ τον Ιανουάριο του 1961 στο αμερικανικό διπλωματικό περιοδικό «Φόρεΐν Αφφαίρς»: «Από τη θέση αυτή ο στρατός προχωρούσε κάπως πειραματικά στην πολιτική δράση. Οι ηγήτορες του αντιλαμβάνονταν ότι οι παλιές αρχές του πατριωτισμού και της πειθαρχίας δεν αρκούσαν για να αντιμετωπίσουν τον "ανατρεπτικό πόλεμο" και για νά επιτελέσουν την αποστολή τους αξίωναν να διαμόρφωση το κράτος μια σαφή πολιτική και να επιμένη σ' αυτήν. Καθώς το κράτος ήταν ανίσχυρο και διηρημένο, ο στρατός φυσικά το υποκαθιστούσε θεωρώντας κράτος τον εαυτό του. Κατά τα δέκα χρόνια των εξακολουθητικών αγώνων του ο στρατός είχε διαμορφώσει μια συνεπή αντίληψη των μονίμων επιδιώξεων και στόχων του ανταρτοπολέμου». Με λίγα λόγια, για να κερδηθούν οι καρδιές και τα πνεύματα των Μουσουλμάνων, ο στρατός έπρεπε να στηρίζεται σε μιά ορισμένη κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία, και δεδομένου ότι δεν έρχονταν από το Παρίσι οι κατάλληλες οδηγίες, οι αλεξιπτωτιστές άρχιζαν να αναπτύσσουν τη δική τους φιλοσοφία. Πεπεισμένοι ότι έπρεπε να διατηρηθή η ενότητα των Γάλλων και των Μουσουλμάνων και να συνεχισθή η γαλλική παρουσία στην Αλγερία, οι αλεξιπτωτιστές προσκολλήθηκαν με τόσο πάθος στη χώρα που βρίσκονταν ώστε σε τρεις περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του Αλγερινού πολέμου αρνήθηκαν να υπακούσουν στην πολιτική εξουσία. Η πρώτη περίπτωση ήταν η 13 Μαΐου 1958, όταν εξεγέρθηκαν οι κ ο λ ό ν (άποικοι). Τους υποστήριξαν και τους στελέχωσαν οι δυνάμεις του στρατηγού Μασσύ, διοικητού της 10ης μεραρχίας αλεξιπτωτιστών και του στρατηγού Σαλάν, αρχιστρατήγου στην Αλγερία, με τη συγκρότηση «Επιτροπών Κοινής Σωτηρίας». Στη δεύτερη περίπτωση, τον Ιανουάριο του 1960, κατά την «εβδομάδα των οδοφραγμάτων» οι αλεξιπτωτιστές επέτρεψαν στους κ ο λ ό ν να καταλάβουν το Γενικό Διοικητήριο όταν ο στρατηγός Ντε Γκωλ απέλυσε το είδωλό τους —- τον στρατηγό Μασσύ. Αλλά η τρίτη και σοβαρότερη πράξη ανυπακοής των αλεξιπτωτιστών σημειώθηκε κατά το πραξικόπημα των στρατηγών της 22 Απριλίου 1961.
Δεν ήταν όμως μόνο ο πολιτικός «ακτιβισμός» των αλεξιπτωτιστών που έπεισε τον στρατηγό Ντε Γκωλ και τη φωτισμένη γαλλική κοινή γνώμη ότι οι στρατιωτικοί αυτοί έπρεπε να τιθασευθούν. Ήταν προ παντός ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαν τον πόλεμο.
Aπό καθαρή στρατιωτική άποψη ό γαλλικός στρατός είχε επιτύχει να έπιβληθή στους Αλγερινούς αντάρτες. Όσοι απέμεναν, διατηρώντας την ικανότητα τους να δρουν, ν' αντιμετωπίζουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και να αναδιοργανώνωνται σε απηγορευμένες ζώνες, βρίσκονταν στη διάθεση κινητών μονάδων αλεξιπτωτιστών και της Λεγεώνος των Ξένων. Δεδομένου όμως ότι ο πόλεμος ήταν ουσιαστικά αγώνας αποσπάσεως πληροφοριών, δεν μπορούσε να διεξαχθή χωρίς την εκτεταμένη χρήση βασανιστηρίων, τις μαζικές εκτελέσεις και τη μετατροπή της Αλγερίας σ' ένα αληθινό στρατόπεδο συγκεντρώσεως, το οποίο αστυνόμευε ο τεράστιος στρατός κληρωτών. Το έργο του γαλλικού στρατού στην Αλγερία ήταν ουσιαστικά να κρατήση τον μουσουλμανικό πληθυσμό μακριά από τις πολιτικές και στρατιωτικές οργανώσεις τηςΡ.Ι.Ν. Στο έργο αυτό οι αλεξιπτωτιστές εμφανίστηκαν εμπειρογνώμονες. «Αυτό πού έχομε να κάνωμε», λέγει ο απολογητής των βασανιστηρίων συνταγματάρχης Τρενκιέ, «είναι να οργανώσωμε τον πληθυσμό από κορυφής μέχρις ονύχων. Πέστε με φασίστα αν θέλετε, αλλά στόχος μας είναι να καταστήσωμε τον πληθυσμό πειθήνιο και να ελέγχωμε τις πράξεις του καθενός». Το να καταστή ο μουσουλμανικός πληθυσμός μια πειθήνια, εύπλαστη μάζα ήταν για τους αλεξιπτωτιστές το αναγκαίο προαπαιτούμενο της πολεμικής επιτυχίας. Και για τον σκοπό αυτόν βασάνισαν και εξετέλεσαν ανθρώπους σε μιά τεράστια κλίμακα. 'Ετσι π. χ., όταν τό 1955 εσφάγησαν μερικές εκατοντάδες Ευρωπαίων στην περιοχή της Κωνσταντίνης, οι αλεξιπτωτιστές εξετέλεσαν πάνω από 1.000 υπόπτους επί τόπου. Είναι εξ
άλλου πασίγνωστο ότι η δέκατη μεραρχία αλεξιπτωτιστών του Μασσύ εφήρμοζε συστηματικά τα βασανιστήρια σαν όπλο κατά τη «Μάχη του Αλγερίου» το 1957. Έχοντας περιβληθή αστυνομικές εξουσίες για να εξουδετερώσουν την τρομοκρατία μέσα στην πόλη και την απειλή της γενικής απεργίας, οι αλεξιπτωτιστές του Μασσύ δολοφόνησαν αρκετές χιλιάδες απ' όσους συνέλαβαν. Oι αλεξιπτωτιστές βρίσκονταν τότε σε άσχημη ψυχική διάθεση. Δυο μήνες νωρίτερα είχαν ταπεινωθή στο Σουέζ. «Η απογοήτευση από την επιχείρηση του Σουέζ», έγραψε ο στρατηγός Ναβάρ, «ήταν τόσο μεγάλη όσο και ο ενθουσιασμός που είχε προηγηθή. Τίποτε δεν μπορεί να αποδώση την απελπισία των αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι, αν και νικητές, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Αίγυπτο και να στρέψουν τα νώτα τους στη νίκη». Ακριβώς κατά τη κατοχή του Αλγερίου από τη δέκατη μεραρχία αλεξιπτωτιστών, ο Μωρίς Οντέν, έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου και μέλος του Αλγερινού Κομμουνιστικού κόμματος, στραγγαλίστηκε από έναν αλεξιπτωτιστή — τον ανθυπολοχαγό Σαρμπονιέ — στο «ανακριτικό κέντρο» Ελ Μπιάρ, αν και ανακοινώθηκε ότι είχε διαφύγει. Στο Ελ Μπιάρ επίσης ο Ανρί Αλέγκ αρχισυντάκτης της φιλελεύθερης εφημερίδος «Δημοκρατική Αλγερία», γυμνώθηκε και δέθηκε πάνω σε μια σανίδα, λερή ακόμη από τους εμετούς των προηγουμένων θυμάτων, για vα υποστή βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ από τους ανθυπολοχαγούς Σαρμπονιέ και Ερυλέν .
Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας τα βασανιστήρια, που άρχισαν σαν μέθοδος ανακρίσεως, εξελίχθηκαν σε μέθοδο στρατιωτικών επιχειρήσεων και τελικά σε μυστικό κρατικό θεσμό. Αλλά η θηριωδία των αλεξιπτωτιστών κάθε άλλο παρά περιορίστηκε στα κρυφά κέντρα των πόλεων. Στις πολίχνες και στα χωριουδάκια του Ωρές καί της Καβυλίας οι «σπεσιαλίστες» βασάνιζαν και δολοφονούσαν τους κρατουμένους, γάζωναν με τα πολυβόλα τους Μουσουλμάνους αγρότες στις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» και τους έκαιγαν ζωντανούς μέσα στις μ έ χ τ α ς (συγκροτήματα καλυβιών). Μόνον η «κατάρρευση» της 22 Απριλίου 1961 έκαμψε τη θηριωδία των αλεξιπτωτιστών και τον ξέφρενο πολιτικό τους «ακτιβισμό».
Δύο μέρες αφ' ότου οι στρατηγοί Σάλ, Ζελλέρ, Ζουώ και Σαλάν εξεδήλωσαν το πραξικόπημα τους με την ενεργό υποστήριξη της πρώτης μεραρχίας αλεξιπτωτιστών, οι πραξικοπηματίες υπέκυψαν. Για μια στιγμή είχε φανή ότι οι αλεξιπτωτιστές θά επιτίθεντο στο ίδιο το Παρίσι. Προβλέποντας όμως την αντίσταση που θα συναντούσαν από τον λαό της Γαλλίας και από τα παιδιά του που υπηρετούσαν σαν κληρωτοί στην Αλγερία, οι πραξικοπηματίες έκαμαν πίσω και οι ελπίδες για μια Γαλλική Αλγερία ενταφιάσθηκαν.
Συνέπεια της ανταρσίας ήταν ότι ο Ντε Γκωλ διέταξε να πραγματοποιηθούν οι προαγωγές του γαλλικού στρατού που καθυστερούσαν από καιρό και τις περιόρισε μόνο στους αξιωματικούς εκείνους που η νομιμοφροσύνη τους ήταν αδιαμφισβήτητη. Επί πλέον διέταξε να φυλακισθούν 200 αξιωματικοί και διέλυσε ορισμένες από τις εκλεκτότερες μονάδες αλεξιπτωτιστών της Γαλλίας, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου ξένου συντάγματος αλεξιπτωτιστών της Λεγεώνος των Ξένων, τους οποίους επευφημούσαν με συγκίνηση οι Ευρωπαίοι καθώς έφευγαν με τα αυτοκίνητα από το Αλγέριο για να πάνε να διαλυθούν. Μπορεί να λεχθή μέ αξίωση αληθείας ότι ο μέσος όρος του αλεξιπτωτιστού συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του ιπποτικού συναδέλφου του Λαρτεγκύ με την ψυχοσύνθεση των βασανιστών του Ελ Μπιάρ. Συλλογικά, με τις φασιστικές τους τάσεις αποτελούσαν απειλή για τη Δημοκρατία, ίσως όμως το μόνο για το οποίο μπορούν να κατηγορηθούν είναι ότι πολεμούσαν με πολύ πάθος σε πολέμους που η Γαλλία ουδέποτε έπρεπε να είχε κάνει. Για τον γαλλικό στρατό και ιδιαίτερα για τους καθολικούς, συντηρητικούς και φιλόδοξους μόνιμους αξιωματικούς των αλεξιπτωτιστών, ο πόλεμος στις κοιλάδες και στους ορυζώνες υπήρξε μια οδυνηρή εμπειρία. Αντιμετωπίζοντας τους άτρωτους και ασύλληπτους αντάρτες, που διέφευγαν σαν καπνός, οι αξιωματικοί είδαν να αχρη-στεύωνται όλα τα στρατιωτικά αξιώματα της Δύσεως. Αναζητώντας τους λόγους της ήττας του στην Ινδοκίνα ο γαλλικός στρατός προχώρησε πέρα από την εξέταση της στρατηγικής και της τακτικής που είχε χρησιμοποιήσει. Ζητούσε μια ολοκληρωτική εξήγηση για την εφιαλτική κατάσταση από την οποία είχε περάσει. Με πραγματικό πάθος διανοουμένων ορισμένοι αξιωματικοί αλεξιπτωτιστών (και συγκεκριμένα ο συνταγματάρχης Τρενκέ στο βιβλίο του «Ο σύγχρονος πόλεμος») αποκάλυψαν ότι ο γαλλικός στρατός είχε αποδυθή σ' έναν αγώνα στον οποίο οι κομμουνιστές αντάρτες δεν έριξαν μόνο τα σώματα, αλλά και τις ψυχές των κατοίκων όπου διεξάγονταν οι εχθροπραξίες. Το συμπέρασμα ήταν ότι οι Βιετμίνχ είχαν θριαμβεύσει γιατί είχαν εξασφαλίσει τη συνενοχή του πληθυσμού. Έτσι σε κάθε επαναστατικό πόλεμο ο κύριος συντελεστής φαινόταν να είναι η ψυχή του πληθυσμού, που έπρεπε να καμφθή όχι μόνο με τις ξιφολόγχες και με τους βομβαρδισμούς, αλλά και με την εξαντλητική προπαγάνδα. Παρόλο πού ελάχιστοι αξιωματικοί απ' όσους υπηρέτησαν στην Ινδοκίνα γλίτωσαν από την «κίτρινη μόλυνση» (όπως χαρακτηρίζεται η επαφή με το είδος του κομμουνιστικού ανταρτοπολέμου),εκείνοι που είχαν ενστερνισθή ολοκληρωτικά τις θεωρίες του πολέμου αυτού και της ψυχολογικής διεξαγωγής του, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ πολιτικής και πολέμου, ήταν oι επαναπατριζόμενοι αιχμάλωτοι. Οι στρατιωτικοί αυτοί είχαν υποστή τη «στρατηγική τού επαναστατικού πολέμου στην Κίνα» του Μάο Τσε - τούνγκ και είχαν ακούσει ατέλειωτες διαλέξεις πολιτικών κομισαρίων σε στρατόπεδα «αναμορφώσεως» των Βιετμίνχ. Ήταν τώρα πεπεισμένοι ότι έπρεπε να εφαρμόζωνται αδίστακτα oι αρχές της λεγόμενης «αρπαγής τών μαζών», για την επίτευξη των στρατιωτικών στόχων. Όμως η διδασκαλία του επαναστατικού ανταρτοπόλεμου και η εξώθηση του ως τα άκρα δεν ήταν το μόνο μάθημα που είχε διδαχθή ο γαλλικός στρατός στηv Ινδοκίνα. Εκείνο που προ παντός είχε μάθει ήταν νά προσβλέπη στους πολιτικούς της Γαλλικής Δημοκρατίας με έσχατη περιφρόνηση, όχι μόνο γιατί τους έταξαν να επιτελέσουν ένα ανέφικτο καθήκον, αλλά τους αρνήθηκαν και τα μέσα της επιτυχίας. Για τον στρατό, και ιδιαίτερα για τους αλεξιπτωτιστές, ο πόλεμος στην Ινδοκίνα ήταν η εποποιία μιας φούχτας συναδέλφων, που την αποτόλμησαν σ' ένα απομακρυσμένο μέτωπο, ξεχασμένοι από κείνους που τους είχαν στείλει εκεί να πολεμήσουν και να πεθάνουν. «Στραφήκαμε προς τους εαυτούς μας, ζούσαμε με τους εαυτούς μας, γίναμε ευαίσθητοι και ευέξαπτοι όπως οι άνδρες που γδέρνονται ζωντανοί», έγραφε ένας λοχαγός. «Αλλά πόση υπήρξε η απελπισία που νιώθαμε, όταν η ίδια η χώρα μας μάς απαρνιόταν και πόσο πολύ χρειαζόμαστε τότε τήν ανάγκη της αδελφοσύνης!» Αν είχε μεσολαβήσει μιά ανάπαυλα ολίγων ετών μεταξύ του τέλους του πολέμου στην Ινδοκίνα και της εκρήξεως της επαναστάσεως στην Αλγερία, οι αλεξιπτωτιστές θα είχαν ίσως αφομοιώσει τις εμπειρίες τους. Δεν τους δόθηκε όμως χρόνος. Αποδίδοντας με αυταρέσκεια την ήττα τους στις προδοτικές δραστηριότητες τού Μαντές - Φρανς, των κομμουνιστών, των αριστερών και του γαλλικού αντιπολιτευόμενου τύπου, οι αλεξιπτωτιστές βρέθηκαν στην Αλγερία, αποφασισμένοι να κερδίσουν εκεί το είδος του πολέμου που είχαν χάσει στους ορυζώνες και στα οροπέδια. Δέν σκοτίστηκαν όμως για να κατανοήσουν την αιτία τής επαναστάσεως και τα κίνητρα της εξεγέρσεως, που είχε σαρώσει τη γαλλική παρουσία στην Ινδοκίνα, θεωρώντας ότι είχαν μετάσχει σ' έναν επαναστατικό πόλεμο, τον οποίο υποκινούσαν τα Σοβιέτ, προτιμούσαν να πιστεύουν ότι είχαν ηττηθή όχι από την ακατανίκητη απήχηση που είχαν οι πολεμικές επιδιώξεις του αντιπάλου, αλλά από την ικανότητα του να ελέγχη και να κυριαρχή στα πνεύματα του πληθυσμού.
Το σημαντικότερο συμπέρασμά τους ήταν ότι η ισορροπία του τρόμου, που ακινητοποιούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση, επέτρεπε στην τελευταία να υποδαυλίζη επαναστατικούς πολέμους σε διαλεχτά αδύνατα σημεία σ' ολόκληρη την υφήλιο. Έτσι, όταν ξέσπασε η αλγερινή εξέγερση, την ερμήνευσαν ευχερέστατα με βάση τη στρατηγική αυτή θεωρία τους. Ταυτίζοντας την αλγερινή ανεξαρτησία με την ουδετερότητα, και την ουδετερότητα με τη σοβιετική δορυφοροποίηση, οι αλεξιπτωτιστές είδαν τους εαυτούς τους σαν Ρωμαίους κεντυρίωνες που υπεράσπιζαν τον πολιτισμό από τις επιδρομές των βαρβάρων, εξ ονόματος μιας αχάριστης πατρίδας που έτεινε να τους εξαπατά και να τους. προδίδη.
Οι φρικιαστικές υπερβολές τους στην καταστολή της τρομο-κρατίας και της δράσεως των ανταρτών στην Αλγερία προέκυψαν από την αποφασιστικότητα των αλεξιπτωτιστών να εφαρμόσουν με επιτυχία το είδος ακριβώς του πολέμου που τόσο τους είχε ταπεινώσει στην Ινδοκίνα και από τον πολιτικό τους «ακτιβισμό» — την προσπάθεια δηλαδή να δημιουργήσουν έστω και με προκλήσεις ή αντίμετρα πολιτικές καταστάσεις τετελεσμένες, έξω από τα όρια των εντολών τους, που οφειλόταν στον φόβο ότι η Γαλλία μπορούσε να εγκαταλείψη την Αλγερία και να τους αφαιρέση τη δυνατότητα της νίκης.
Ο «ιδεολογικός τους πόλεμος» απαιτούσε την ύπαρξη μιας απλής, σταθερής και καθαρής ιδέας», έγραφε ο Ζαν Μαρί Ντομενάκ τον Ιανουάριο του 1961 στο αμερικανικό διπλωματικό περιοδικό «Φόρεΐν Αφφαίρς»: «Από τη θέση αυτή ο στρατός προχωρούσε κάπως πειραματικά στην πολιτική δράση. Οι ηγήτορες του αντιλαμβάνονταν ότι οι παλιές αρχές του πατριωτισμού και της πειθαρχίας δεν αρκούσαν για να αντιμετωπίσουν τον "ανατρεπτικό πόλεμο" και για νά επιτελέσουν την αποστολή τους αξίωναν να διαμόρφωση το κράτος μια σαφή πολιτική και να επιμένη σ' αυτήν. Καθώς το κράτος ήταν ανίσχυρο και διηρημένο, ο στρατός φυσικά το υποκαθιστούσε θεωρώντας κράτος τον εαυτό του. Κατά τα δέκα χρόνια των εξακολουθητικών αγώνων του ο στρατός είχε διαμορφώσει μια συνεπή αντίληψη των μονίμων επιδιώξεων και στόχων του ανταρτοπολέμου». Με λίγα λόγια, για να κερδηθούν οι καρδιές και τα πνεύματα των Μουσουλμάνων, ο στρατός έπρεπε να στηρίζεται σε μιά ορισμένη κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία, και δεδομένου ότι δεν έρχονταν από το Παρίσι οι κατάλληλες οδηγίες, οι αλεξιπτωτιστές άρχιζαν να αναπτύσσουν τη δική τους φιλοσοφία. Πεπεισμένοι ότι έπρεπε να διατηρηθή η ενότητα των Γάλλων και των Μουσουλμάνων και να συνεχισθή η γαλλική παρουσία στην Αλγερία, οι αλεξιπτωτιστές προσκολλήθηκαν με τόσο πάθος στη χώρα που βρίσκονταν ώστε σε τρεις περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του Αλγερινού πολέμου αρνήθηκαν να υπακούσουν στην πολιτική εξουσία. Η πρώτη περίπτωση ήταν η 13 Μαΐου 1958, όταν εξεγέρθηκαν οι κ ο λ ό ν (άποικοι). Τους υποστήριξαν και τους στελέχωσαν οι δυνάμεις του στρατηγού Μασσύ, διοικητού της 10ης μεραρχίας αλεξιπτωτιστών και του στρατηγού Σαλάν, αρχιστρατήγου στην Αλγερία, με τη συγκρότηση «Επιτροπών Κοινής Σωτηρίας». Στη δεύτερη περίπτωση, τον Ιανουάριο του 1960, κατά την «εβδομάδα των οδοφραγμάτων» οι αλεξιπτωτιστές επέτρεψαν στους κ ο λ ό ν να καταλάβουν το Γενικό Διοικητήριο όταν ο στρατηγός Ντε Γκωλ απέλυσε το είδωλό τους —- τον στρατηγό Μασσύ. Αλλά η τρίτη και σοβαρότερη πράξη ανυπακοής των αλεξιπτωτιστών σημειώθηκε κατά το πραξικόπημα των στρατηγών της 22 Απριλίου 1961.
Δεν ήταν όμως μόνο ο πολιτικός «ακτιβισμός» των αλεξιπτωτιστών που έπεισε τον στρατηγό Ντε Γκωλ και τη φωτισμένη γαλλική κοινή γνώμη ότι οι στρατιωτικοί αυτοί έπρεπε να τιθασευθούν. Ήταν προ παντός ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαν τον πόλεμο.
Aπό καθαρή στρατιωτική άποψη ό γαλλικός στρατός είχε επιτύχει να έπιβληθή στους Αλγερινούς αντάρτες. Όσοι απέμεναν, διατηρώντας την ικανότητα τους να δρουν, ν' αντιμετωπίζουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και να αναδιοργανώνωνται σε απηγορευμένες ζώνες, βρίσκονταν στη διάθεση κινητών μονάδων αλεξιπτωτιστών και της Λεγεώνος των Ξένων. Δεδομένου όμως ότι ο πόλεμος ήταν ουσιαστικά αγώνας αποσπάσεως πληροφοριών, δεν μπορούσε να διεξαχθή χωρίς την εκτεταμένη χρήση βασανιστηρίων, τις μαζικές εκτελέσεις και τη μετατροπή της Αλγερίας σ' ένα αληθινό στρατόπεδο συγκεντρώσεως, το οποίο αστυνόμευε ο τεράστιος στρατός κληρωτών. Το έργο του γαλλικού στρατού στην Αλγερία ήταν ουσιαστικά να κρατήση τον μουσουλμανικό πληθυσμό μακριά από τις πολιτικές και στρατιωτικές οργανώσεις τηςΡ.Ι.Ν. Στο έργο αυτό οι αλεξιπτωτιστές εμφανίστηκαν εμπειρογνώμονες. «Αυτό πού έχομε να κάνωμε», λέγει ο απολογητής των βασανιστηρίων συνταγματάρχης Τρενκιέ, «είναι να οργανώσωμε τον πληθυσμό από κορυφής μέχρις ονύχων. Πέστε με φασίστα αν θέλετε, αλλά στόχος μας είναι να καταστήσωμε τον πληθυσμό πειθήνιο και να ελέγχωμε τις πράξεις του καθενός». Το να καταστή ο μουσουλμανικός πληθυσμός μια πειθήνια, εύπλαστη μάζα ήταν για τους αλεξιπτωτιστές το αναγκαίο προαπαιτούμενο της πολεμικής επιτυχίας. Και για τον σκοπό αυτόν βασάνισαν και εξετέλεσαν ανθρώπους σε μιά τεράστια κλίμακα. 'Ετσι π. χ., όταν τό 1955 εσφάγησαν μερικές εκατοντάδες Ευρωπαίων στην περιοχή της Κωνσταντίνης, οι αλεξιπτωτιστές εξετέλεσαν πάνω από 1.000 υπόπτους επί τόπου. Είναι εξ
Στρατηγός Massu Διοικητής της 10ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών |
Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας τα βασανιστήρια, που άρχισαν σαν μέθοδος ανακρίσεως, εξελίχθηκαν σε μέθοδο στρατιωτικών επιχειρήσεων και τελικά σε μυστικό κρατικό θεσμό. Αλλά η θηριωδία των αλεξιπτωτιστών κάθε άλλο παρά περιορίστηκε στα κρυφά κέντρα των πόλεων. Στις πολίχνες και στα χωριουδάκια του Ωρές καί της Καβυλίας οι «σπεσιαλίστες» βασάνιζαν και δολοφονούσαν τους κρατουμένους, γάζωναν με τα πολυβόλα τους Μουσουλμάνους αγρότες στις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» και τους έκαιγαν ζωντανούς μέσα στις μ έ χ τ α ς (συγκροτήματα καλυβιών). Μόνον η «κατάρρευση» της 22 Απριλίου 1961 έκαμψε τη θηριωδία των αλεξιπτωτιστών και τον ξέφρενο πολιτικό τους «ακτιβισμό».
Δύο μέρες αφ' ότου οι στρατηγοί Σάλ, Ζελλέρ, Ζουώ και Σαλάν εξεδήλωσαν το πραξικόπημα τους με την ενεργό υποστήριξη της πρώτης μεραρχίας αλεξιπτωτιστών, οι πραξικοπηματίες υπέκυψαν. Για μια στιγμή είχε φανή ότι οι αλεξιπτωτιστές θά επιτίθεντο στο ίδιο το Παρίσι. Προβλέποντας όμως την αντίσταση που θα συναντούσαν από τον λαό της Γαλλίας και από τα παιδιά του που υπηρετούσαν σαν κληρωτοί στην Αλγερία, οι πραξικοπηματίες έκαμαν πίσω και οι ελπίδες για μια Γαλλική Αλγερία ενταφιάσθηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου