Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

ΤΑΚΑΣΙ ΝΑΓΚΑΪ: ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ¨

ΟΙ ΩΡΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝΕ
Η απόσταση που χώριζε το κέντρο της έκρηξης από τα κτίρια του Πανεπιστημίου, άλλαζε από 300 σε 700 μέτρα. Δηλαδή τα κτίρια αυτά πληγήκανε καίρια από το κύμα του αέρα, το ωστικό κύμα καθώς συνηθίζουν να το λένε. Η ιατρική σχολή, που ήτανε ξύλινη και βρισκότανε μπροστά - μπροστά, έγινε σε μια στιγμή κομμάτια ανακατωμένα και φλεγόμενα. Κανένας καθηγητής ή φοιτητής δεν έζησε για να μας διηγηθεί τη σκηνή. Μέσα στα κλινικά εργαστήρια πού ήτανε από μπετόν - αρμέ και βρίσκονταν αρκετά μακρύτερα, μερικά άτομα, κι' εγώ μαζί τους, είχαμε την τύχη να σωθούμε.
Η πόλη του Ναγκασάκι μετά την έκρηξη της
"βόμβας" Α.
Στο βάθος δεξιά διακρίνονται τα ερείπια
της Ιατρικής Σχολής
 Μόλις είχανε περάσει οι έντεκα. Στα πρώτο πάτωμα του κεντρικού κτιρίου, μέσα στο θάλαμο μου που βρισκόταν πάνω από τα εξωτερικά ιατρεία, καταγινόμουν με την διαλογή ραδιογραφιών για να διδάξω στους φοιτητές την επιστήμη της διάγνωσης. Ξαφνικά, μια λάμψη, ένας τρανταγμός. Για μια σύντομη στιγμή, νόμισα πως έσκασε βόμβα στην είσοδο και θέλησα να πέσω κάτω... Δε πρόφτασα : Τα παράθυρα ξεκολλήσανε, ένας άνεμος εισόρμησε και με σήκωσε με τα μάτια ορθάνοιχτα από έκπληξη, Τα σπασμένα τζάμια σφυρίξανε στον αέρα σα φύλλα στον ανεμοστρόβιλο. Η σκέψη που με άδραξε, ήτανε: Είμαι χαμένος !
Πράγματι, κομμάτια ξύλου είχανε χωθεί στα πλευρά μου βαθιές πληγές πάνω απ' το δεξί μάτι και τ' αυτί μου • αφήναν να τρέχει άφθονο ζεστό αίμα που μούσκευε το μάγουλο και το λαιμό μου. Ωστόσο δε δοκίμαζα κανένα πόνο.
Ένα πελώριο αόρατο χέρι φαινόταν ν' ανατρέπει τα πάντα μέσα στο δωμάτιο. Καθώς ήμουνα ριγμένος πάνω στο πάτωμα, κρεβάτι, καρέκλες, ντουλάπια, κράνη, παπούτσια, ρούχα, είχανε ξεσκισθεί, αποσπασθεί από τα στηρίγματα τους και τέλος σωριαστεί πάνω μου. Ένας αέρας γιομάτος σκόνες, αηδιαστικός, γέμιζε τα ρουθούνια μου και μ' έκανε να βήξω. Κρατούσα ακόμα τα μάτια ανοιχτά κι' εξακολουθούσα να κυττάζω το παράθυρο.
Έξω σκοτείνιαζε και μέσα ο άνεμος στριφογύριζε με τον πάταγο των κυμάτων και το ουρλιαχτό της καταιγίδας. Έσερνε μαζί του ρούχα, κομμάτια ξύλα, λαμαρίνες κι' άλλα αντικείμενα σ' ένα είδος φανταστικού χορού.
Και κατόπιν μια παράξενη σιωπή.
—Να κάτι το περίεργο, είπα μέσα μου. Θα είναι καμιά έκτακτη βόμβα... μεγαλύτερη του ενός τόνου φυσικά, πού έπεσε στην είσοδο. Στοιχημάτιζα ότι θα είχαμε πάνω από εκατό τραυματίες, Πού θα τους βάλουμε!... Πρέπει να τους περιποιηθούμε. Πώς όμως; Το πρώτο πράγμα που έχουμε να κάνουμε είναι να χρησιμοποιήσουμε τις τάξεις για τους βαριά τραυματίες. Το δύσκολο θα είναι, αν περισσότεροι απ' αυτούς δε μπορούνε να κινηθούν. Όπως και να έχει το πράγμα, πρέπει να βγω από εδώ μέσα.
Δοκίμασα να τεντώσω τα γόνατα μου και να ελευθερώσω τα πόδια μου από κείνο το σωρό που με πλάκωνε αλλά, έτσι απότομα, όλα γίνανε μαύρα και δεν έβλεπα, τίποτα.
—Τώρα τι θα κάνω ; σκέφτηκα.
Τραυματισμένος κοντά στα μάτια, ήρθε να πιστέψω ότι το αίμα ερχότανε από τους βολβούς μέσα και θα τυφλωνόμουνα. Γρήγορα όμως ανακάλυψα πως μπορούσα να κινώ ακόμα τα μάτια μου. Διαπιστώνοντας ότι δεν είχα τυφλωθεί, αντιλαμβανόμουνα ταυτόχρονα και τη φριχτή μου κατάσταση : Το κτίριο θα είχε ολόκληρο καταρρεύσει και θα ήμουν θαμμένος ζωντανός.
—Γελοίος κι' άσχημος τρόπος να πεθάνεις' πρέπει να κάνω ότι μπορώ, αποφάσισα, πριν αφεθώ στη μοίρα μου. Άρχισα ένα φανταστικό αγώνα για να ελευθερωθώ από κείνο το σωρό τα ξύλα, τα τζάμια και τ' άλλα συντρίμμια που με κρατούσανε αιχμάλωτο. Αλλά πιασμένος σαν πίττα μέσα στο ταψί, δε μπόρεσα να κουνήσω κανένα μέρος του σώματος μου. Και το κεφάλι μου ακόμα, έπρεπε να το κινώ με μεγάλη προφύλαξη, γιατί δίπλα μου, παντού, ήτανε σωρός τα σπασμένα γυαλιά. Και το σπουδαιότερο είναι ότι βρισκόμουν σ' απόλυτο σκοτάδι, και δεν ήξερα τίποτα για τη φύση και το βάρος των πραγμάτων που με πλακώνανε. Ένα αλαφρό σήκωμα του δεξιού μου ώμου προκάλεσε το γκρέμισμα μιας μάζας μικροαντικειμένων. Φώναξα βοήθεια, αλλά η φωνή μου έσβησε μέσα στο σκοτάδι.
Η νοσοκόμα Χασιμότο, τη στιγμή της έκρηξης, βρισκότανε μέσα στον ακτινολογικό θάλαμο. Είχε τη καλή τύχη να βρίσκεται όρθια κοντά στη βιβλιοθήκη, και δε τραυματίσθηκε. Τις τρομερές στιγμές πού τ' αντικείμενα ξέφρενα, σα να είχανε πάρει ζωή από κάποια μυστηριώδη δύναμη και στροβιλίζονταν με δαιμονισμένο θόρυβο, αυτή έμενε κολλημένη στο τοίχο. Σ' ένα λεπτό, που το παχύ σύννεφο σκόνης εξακολουθούσε να στροβιλίζεται και θα μπορούσε να της κάνει κακό, κατάλαβε ότι τα μεγάλα αντικείμενα είχανε σταματήσει. Σκέφτηκε πώς ήταν καιρός να τρέξει προς βοήθεια των τραυματισμένων.
Γλύστρισε πλάι απ' την αναποδογυρισμένη βιβλιοθήκη, και το θέαμα που αντίκρυσε, την έκανε να τα χάσει. Όλα ήτανε άνω κάτω. Σκαρφαλώνοντας στα ερείπια, κατάφερε να φτάσει στο παράθυρο και να δει τότε μια σκηνή απί­στευτη πού την έκανε να τρεκλίση από ζάλη. Τ' είχε συμβεί λοιπόν; Δε μπορούσε να καταλάβει. Πριν λίγα λεπτά, μπροστά σ' εκείνο το παράθυρο, απλωνότανε μια μεγάλη πολιτεία που έφτανε κάτω στα νερά του λιμανιού' αλλά τώρα το Σακαμάτο-βο είχ' εξαφανιστεί, και το Σβακάβα- σο και το Χαμαγκούσι - σο. Μα πού πήγανε;... Και τα εργοστάσια με τις καμινάδες που αφίνανε τον άσπρο καπνό, πού είναι;... Και το όρος Ινόσα που πριν από λίγο ήτανε σκεπασμένο από βαθυπράσινο φύλλωμα, γιατί μοιάζει τώρα σα κόκκινος ξερόβραχος; Πάνε τα χορτάρια, τα φύλλα η πρασινάδα. Τίποτα δεν υπάρχει ' η γη πέταξε τα ρούχα της κι' είναι θεόγυμνη.
Κι' ο κόσμος που ήτανε κοντά στην είσοδο τί έγινε: Κύτταξε κατά κει ' το πλάτωμα μπροστά στο Νοσοκομείο ήτανε γιομάτο από ξεριζωμένα δέντρα' κι' ανάμεσα τους, γυμνά, κοίτονταν αναρίθμητα πτώματα. Σκέπασε με φρί­κη τα μάτια της : η κόλαση, αυτό είναι κόλαση, αυτό είναι κόλαση, φώναξε. Ένας ολόκληρος κόσμος νεκρός, νεκρός χωρίς κανέναν έστω που να στενάζει από πόνο. Κι' ενώ εκείνη έκρυβε τα μάτια της, όλα γίνανε σκοτει­νά ΄ κι' όταν τα ξανάνοιξε και κύταξε γύρω της, δεν έβλεπε τίποτα ' σκοτάδι, πίσσα, και ησυχία, ησυχία από­λυτη.
Νόμισε πως είχε μείνει μόνη μέσα στο κόσμο, το μοναδικό ζωντανό πρόσωπο, κι' ένας τρόμος της έσφιξε το λαρύγγι. Σε λίγο, ο θάνατος θα ερχότανε να τη βρει και κείνη. .. Σαν αστραπή πέρασε απ' το μυαλό της το σπίτι της στην εξοχή, η μητέρα της' τα μάτια της γιομίσανε δάκρυα' τί ήτανε άλλωστε, ένα παιδί μόλις δέκα εφτά χρονών.. . Την ίδια στιγμή, άκουσε μια φωνή. Κά­ποιος φώναζε εκεί κοντά, πολύ κοντά. . . Ωστόσο ο ήχος φαινότανε νάρχεται πίσω από τους παχιούς τοίχους....
Ακόμα ένα ξεφωνητό : ήτανε η φωνή του προϊσταμέ­νου της υπηρεσίας. Ζούσε λοιπόν! Κι' αν ζούσε κάτι θα μπορούσανε να κάνουν μετά πτώματα πού ήτανε μπροστά στο Νοσοκομείο. Η Χασιμότό ξαναβρήκε το θάρρος της. Ακολουθώντας τη Φωνή, δοκίμασε να φτάσει, στο πλαϊνό δωμάτιο' τα πόδια της σκοντάψανε κάπου κι' έκρινε πώς ήτανε το μηχάνημα των ακτίνων Χ, γιατί μπερδεύτηκε στα καλώδια. Αδύνατο να προχωρήσει, καθώς φαινότανε. Πήγε στη γωνιά πού φύλαγε πάντα ένα φτιάρι εκεί, αλλά δεν το βρήκε, είχε κάνει φτερά' βρήκε όμως ένα φωναγωγό. Θυμήθηκε τότε ότι κάτω, στο θάλαμο ραδιογραφίας, φυλάγαμε τις σκαπάνες' κι' ύστερα, εκεί κάτω θα βρισκότανε η προϊσταμένη αδελφή κι' άλλες ακόμα, θάτανε καλύτερα να καλέσει σε βοήθεια όσους μπορούσε περισσότερους' κι' έτσι βγήκε απ' το δωμάτιο..
Οι συχνές συσκοτίσεις την είχαν συνηθίσει να περιτρέχει τους διαδρόμους μέσα στο σκοτάδι. Μόλις όμως έκανε μερικά βήματα έπεσε πάνω σε κάτι μαλακό, Έσκυ­ψε, ψηλάφισε, ανθρώπινο σώμα, τα δάχτυλα της συναντήσανε μια ύλη γλοιώδη που δε μπορούσε ναναι παρά αίμα. Αναζήτησε το χέρι, έπιασε το σφιγμό : τίποτα κανένας κτύπος. Ένωσε τα χέρια της σε προσευχή, προχώρησε πάλι μερικά βήματα, και να, σκοντάφτει πάλι σ' ανθρώ­πινο σώμα. Τ' άγκιξε, μαλλιά υγρά κολήσανε στα δά­χτυλα της. Απόλυτο σκοτάδι ακόμα' πόσα πνεύματα άραγε θα κοίτονταν γύρω της. Αναζητώντας το σφιγμό, ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα προσπαθώντας να δει...
Απ' έξω φάνηκε ξαφνικά νάρχεται φως : Φωτιά! Την έβλεπε από το παράθυρο. Οι φλόγες μεγάλωσαν αποκα­λύπτοντας ένα θέαμα αληθινά φρικιαστικό. Αφίνοντας να πέσει το χέρι του νεκρού, η αδελφή, στάθηκε όρθια σαν ένα ζωντανό φάντασμα. Τυλιγμένα στο πορ­φυρό χρώμα της φωτιάς, άλλα κοίτονταν με τα πρόσωπα προς στον ουρανό, άλλα στο πλάι ' κι' άλλα μπρούμητα ' κι' άλλα πεσμένα στα γόνατα, φαίνονταν ακόμα, με τα μπράτσα σηκωμένα να χτυπάνε τον αέρα σε μια έσχατη προσπάθεια να σηκωθούν.
Τίποτα δε θα μπορέσω να κάνω ολομόναχη, σκέφτηκε η νοσοκόμα. Χρειάζεται μια ομάδα βοήθειας, ένα συνερ­γείο, μια προσπάθεια συνδυασμένη, για να γίνει κάτι το θετικό. Μα πριν απ' όλα, εκείνο που επέβαλε η στιγμή, ήτανε να μαζέψει τους ζωντανούς και τους ανάπηρους εκεί που ο προϊστάμενος της υπηρεσίας βρισκότανε θαμένος ζωντανός. Μ' αυτή τη σκέψη η δεσποινίδα Χασιμότο δρασκέλιζε τα πτώματα — ζητώντας απ' το καθένα συγχώρηση, μυστικά — κατέβηκε τις σκάλες που οδηγού­σαν στο θάλαμο των ακτίνων Χ.
Η δίδα Τσομποκιγιάμα, μια νεαρή μαθητευομένη νοσοκόμα, ο Σίρο Τομακίγιο καί Δόκτωρ Χόρο Σι, ετοιμάζανε το μηχάνημα των ακτίνων Χ. Ξαφνικά έφτασε στ' αυτιά ο αδύνατος μα οξύς και μεταλλικός βόμβος ενός αεροπλάνου.
— Τ' είν' αυτό ; ρώτησε η Τσουμπακιγιάμα.
—Ένα Β29, απάντησε ο Σίρο εξακολουθώντας τη , δουλειά του.
— Ρίξανε μια βόμβα, είπε ο Χόρο, που είχε ακόμα τη πληγή στο πόδι από μια προηγουμένη επιδρομή.
— Κατεβαίνει;
— Ναι, και γρήγορα. Φυλαχτήτε !
Κ' οι τρεις πέσανε κατ' από ένα μεγάλο τραπέζι. Η αστραπή ήρθε, ύστερα ο πάταγος...
— Να μια καινούργια! φώναξε ο Σίρο, αλλ' η φωνή του πνίγηκε στην ανεμοζάλη που ξαπόλυσε η καταιγίδα μέσα στο θάλαμο. Όλοι μείναμε σιωπηλοί περιμένοντας να πάψει ο θόρυβος. Η Τσουμπακιγιάμα κρατούσε την αναπνοή της 'τέλος ρώτησε:
—Τραυματίστηκε κανείς ;
—Όχι, και σεις ;
—Εγώ δεν αισθάνομαι τίποτα...
—Ε ε ε, προϊσταμένη, φωνάξανε κι' οι τρεις με μια φωνή.
— Ναι ε ε ε., απάντησε από την άλλη μεριά η γνωστή φωνή.
Περιμένετε ένα λεπτό. Σωροί από πράγματα έχουνε πέ­σει πάνω μου.
Τότε ακούστηκε ένας βρυχηθμός όμοιος μ' εκείνον
που κάνει το τραίνο όταν περνάει μια σήραγγα. Κι' ύστερα τους τύλιξε το σκοτάδι. Η σταχτιά σιλουέτα της Τσουμπακιγιάμα που καθότανε μπροστά στους άλλους, χάθηκε από τα μάτια τους.
—Τί ναν' αυτό άραγε ; έκανε ό Χόρο και συνέχισε :
—Ο καινούργιος τύπος βόμβας που ρίξανε στη Χιρο­σίμα. . . Ή μήπως είναι ο ήλιος που έπαθε έκρηξη;
— Μπορεί νάναι κι' έτσι. Δεν είδες που άρχισε να κάνει κρύο; τόνισε ό Σίρο με σοβαρότητα.
—Αν πάθει έκρηξη ο ήλιος, τί πρόκειται να συμβεί με μας; ρώτησε διστακτικά και κουρασμένα η Τσουμπα­κιγιάμα.
— Θα σημάνει το τέλος του κόσμου . . . Ο Χόρο φάνηκε καρτερικός .. .
Περίμεναν, αλλά το σκοτάδι επέμενε. Πέρασε ένα λεπτό. Το τικ ·τακ του μικρού ρολογιού πούχε στο χέρι της η κοπέλλα, μετρούσε τα αιώνια δευτερόλεπτα με ρυ­θμό μαγικό μέσα στην ένταση του πυκνού σκοταδιού.
— Τί θα κάνουμε για το γεύμα; είπε ο Σίρο.
—Εγώ έχω ήδη φάει! είπε ο Χόρο. Σεις έχετε τα τρόφιμα σας ;
Φαινόταν νάθελε ένα τελευταίο καλό φαγητό πριν πεθάνει.
— Βέβαια. Ας μοιραστούμε ότι υπάρχει ακόμα... Αλλά όπως το τραίνο όταν βγαίνει από τη σύραγγα, κι' ο θόρυβος άρχισε βαθμιαία να πέφτει- το φώς λί­γο - λίγο ξανάρθε. Τα λευκά δόντια του Χόρο ξαναφανήκανε καθώς και η μακριά του μύτη- φάνηκε και η εληά στο μάγουλο της Τσουμπακιγιάμα.
— Τότε, ο ήλιος; Είναι μια χαρά λοιπόν ο φίλος μας, συμπέρανε ο Σίρο.
—Πάντως εγώ πεινώ, είπε ο Χόρο- φέρτε το φαγητό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου