Ο ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΙΤΣΟΓΙΑΜΑ
Στα βορινά του Ναγκασάκι, υψώνουνε περήφανα στον ουρανό τις ψηλές τους κορφές ένα σύμπλεγμα από βουνά καταπράσινα. Η γεωγραφία τα ονομάζει Κουραντάκι, αλλά οι κάτοικοι της περιοχής συνηθίσαμε να τα λένε πιο απλά Μιτσουγιάμα (τα τρία βουνά). Μέσα στη κοιλάδα, πέρ' από τις κορφές, τρέχει μια μεταλλική πηγή, γνωστή απ' την αρχαιότητα ως βάλσαμο για τα εγκαύματα. Αυτή η πηγή τραβούσε πολλούς άρρωστους, και χτίστηκε κει, είκοσι χρόνια τώρα, ένα ξενοδοχείο για να τους υποδέχεται. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι το νερό αυτό θάτανε το καταλληλότερο μέσον για να βοηθήσουμε τις χιλιάδες των τραυματισμένων από εγκαύματα, κι' εγκαταστήσαμε κει κοντά στη Κόμπα ένα σταθμό.
Στις 12 Αυγούστου κουβαλώντας μαζί τα κόκκαλα των νεκρών μας, εγκαταλείψαμε το Ουρακάμι για τη Κόμπα. Αφήναμε πίσω μας ένα τόπο κατεστραμμένο κι' ολόγυμνο με μόνο κάλυμά του τη στάχτη. Μπαίναμε δω που μας τριγύριζαν πράσινα δέντρα και φυλλώματα. Η δροσερή αύρα των βουνών, έδωσε καινούρια δύναμη στα σώματα μας και ζωήρεψε το πνεύμα μας. Από καιρό σε καιρό στεκόμαστε κι' αναπνέαμε βαθιά για να καθαρίσουμε τα πλεμόνια μας από τη σκόνη και τη μπόχα που τόχε πλημμυρίσει η οσμή των πτωμάτων που κάψαμε. Κάθε πνοή ήτανε και νέα ζωή.
Στο Φουζινό-ο, περιοχή του Κόμπα, νοικιάσαμε ένα σπίτι για να το μεταβάλουμε σε σταθμό. Μα πριν απ' όλα, πήγαμε μέσα στο δάσος που απλωνότανε μπροστά σ' αυτό το κτίριο, όπου ένα μικρό ποταμάκι έτρεχε καθαρό και δροσερό νερό. Παρατώντας τα ρούχα μας πάνω στα βράχια, ξαπλωθήκαμε μέσα στο νερό: το ρεματάκι ήτανε το στρώμα μας και οι πέτρες μαξιλάρια. Κυττάζοντας από κάτω προς τα πάνω, τα πλάγια φαίνονταν απότομα και τα δένδρα μας ρίχνανε τη σκιά των μεγάλων τους κλαριών... Τα τζιτζίκια κτυπούσανε τη καλοκαιρινή τους συμφωνία και, στη λουρίδα του γαλανού ουρανού που φαινόταν πάνω από τα κεφάλια μας, πλανιώνταν τεμπέλικα αχνά λευκά σύννεφα. Τι ωραία πούναι η ζωή, σκέφτηκα, θυμήθηκα ένα ποίημα πούχα ο ίδιος συνθέσει, στο μέτωπο: σήμερα είμαι ακόμα ζωντανός' κι' όσο ζω τόσο πολυτιμότερη είναι η ζωή.,. Πόσες φορές τις επανέλαβα αυτές τις φράσεις...
Καθώς σκουπιζόμουνα, ανακάλυψα με έκπληξη ότι όλη η δεξιά μου πλευρά ήτανε γιομάτη από μικρά αναρίθμητα κοψίματα που μούχαν κάνει τα τζάμια με την έκρηξη' τώρα τα αισθανόμουνα κι' όλα με πονούσαν. Έπλυνα τα ματωμένα μου ρούχα, και περιμένοντας να στεγνώσουνε, πήγα να κοιμηθώ κατ' από ένα δένδρο. Ήτανε η πρώτη φορά μετά την έκρηξη πούκανα τέτοιον ύπνο. Όταν ξύπνησα, είδα όλες τις νοσοκόμες κοιμισμένες. Πόσο είχανε κουραστεί οι καϋμένες...
Το βράδυ, από σπίτι σε σπίτι, επισκευθήκαμε τους άρρωστους. Πρώτα πήγαμε στον Οκαμουρασάν, διοικητή στη Κόμπα, και τον βρήκαμε ξαπλωμένο στο κρεββάτι και σε κακά χάλια. Μας είπε ότι του ήτανε δύσκολο να ξέρει πόσοι ήτανε σε κάθε σπίτι. Πράγματι, όταν μπήκαμε στο σπίτι του Τουκαμίζαν, μεγαλοκτηματία στη περιοχή, η γυναίκα του μας βεβαίωσε πως θάτανε περισσότεροι από εκατό εκείνοι που έχουνε καταφύγει στο σπίτι τους. Είχε μπροστά της μια σειρά κολοκύθια και τάκοβε φέτες σκουπίζοντας κάθε τόσο το πρόσωπο της που έτρεχε αυλάκι ο ιδρώτας. Πολλά θύματα, και προπαντός καλόγηροι βουδιστές από το μοναστήρι του Ζουνσέν, ήτανε ξαπλωμένοι κάτ' από κουνουπιέρες. Πεθαίνανε αράδα κι' ο γεωργός έβγαινε κάθε τόσο ν' ανοίξει καινούριους λάκκους. Οι τραυματισμένοι είχανε κουβαληθεί όπως τους αφήσαμε στο Ουρακάμι. Κανείς δεν είχε αγκίξει τις πληγές τους που ήτανε ακόμα δεμένες με τα πρόχειρα πανιά εκείνης της στιγμής. Γι' αυτό πολλές πληγές είχανε πιάσει πύο κι όταν έβγαζες τον επίδεσμο, τρέχανε κι' αφήναμε μια οσμή ανυπόφορη. Όταν καθαρίζαμε τις πληγές, βγάζαμε από μέσα κομάτια γυαλιά, ξύλα και χαλίκια από το μπετόν. Πλέναμε τις πληγές, αδιαφορώντας για τους πόνους των πληγωμένων, αλλά καθαρά κι' αποτελεσματικά με κριεζότο. Μ' όλο ότι η περίσταση μας είχε κάνει όλους σκληρούς και απαθείς, δε καταφέρναμε να συγκρατήσουμε τα ρίγη που διέτρεχαν τη ραχοκοκκαλιά μας, στη θέα αυτής της φρίκης.Πόσο δύσκολη ήτανε η δουλειά, όταν σκεφτεί κανείς, ότι ο καθένας απ' αυτούς τους ανθρώπους είχε δέκα κ' είκοσι πληγές. Και χρειαζότανε να τους βασανίζεις πολύ ώρα για να τους πλύνεις, να τους καθαρίσεις, να τους ράψεις, να τους δέσεις και να τους ξαπλώσεις όλους αυτούς τους δυστυχισμένους. Το ρεκόρ τόχε ένας με εκατόν δέκα πληγές!...Τα εγκαύματα επίσης πολύ σοβαρά. Τα χέρια το στήθος και το πρόσωπο ήτανε τα κυριότερα μέρη πούχανε πλήξει. Αποσπούσαμε ολόκληρα κομμάτια δέρματος που αφήναν να φαίνεται η κόκκινη και ζωντανή σάρκα. Τα πρόσωπα ήτανε πρησμένα τερατωδώς και κλείνανε το στόμα που δεν μπορούσε πια ν' αρθρώσει λέξη. Τα εγκαύματα που, σύμφωνα με τις οδηγίες, είχαν επαλειφθεί με λάδι, παρουσιάζανε κατάσταση κάπως παρήγορη, μα στις περισσότερες περιπτώσεις ήτανε φοβερές. Τους απολυμάναμε και συστήσαμε στους τραυματίες να βάζουνε κομπρέσες βουτηγμένες στο νερό της πηγής.
Από το ένα σπίτι στ' άλλο, μέσα στα χωράφια, οι κουνουπιέρες μας δείχνανε που θα βρίσκαμε τα θύματα που θάχανε την ανάγκη μας, και προχωρούσαμε πάντα με καινούργιο θάρρος.
Στις δέκα το βράδυ είχαμε τελειώσει με το χωριό Ίνουτσούζι και μπαίναμε στο Φουζιμό · ο από τα μονοπάτια του βουνού, προσέχοντας τις οχιές πού κάθε τόσο μας ξαφνιάζανε με το πέρασμα τους, Η δροσιά κάλυπτε τη χλόη και τα ζουζούνια θροούσαν μέσα στις λόχμες. Στον ουρανό η Μεγάλη Άρκτος είχε εξαφανιστεί και ο Σκορπιός απλωνότανε πάνω από το Τρία Βουνά.
Την περασμένη νύχτα, η λάμψη του Πολικού, μέσα από το καταφύγιο, κι' ανάμεσα απ' τα ερείπια, μου φαινότανε σα μια σταγόνα αίμα. Τώρα που τον κοιτούσα οπό το βάθος της ήσυχης κοιλάδας, έμοιαζε να με χαιρετάει φιλικά. Κανένας δε μίλαγε. Καθώς περνούσα κείνα τα μονοπάτια, αισθανόμουνα να με συνοδεύουνε όλα τ' αγαπημένα πρόσωπα πού δεν ύπάρχανε πιά καθώς και κείνα πού βρισκόταν γύρω μου. Σήκωσα πάλι τα μάτια μου κατά τον ουρανό, αναζητώντας στον ορίζοντα τον αστερισμό της Παρθένου. "Ήθελα να γιομίσω τα μάτια μου με το γαλάζιο φως του πουμίαζε με τα πρόσωπα των αδελφών νοσοκόμων που δε θα ξανάβλεπα πια,
Η δέκατη τρίτη τ' Αυγούστου ήρθε ολοκάθαρη και ζεστή, Αφού πλυθήκαμε μέσα στο ποταμάκι, κατεβήκαμε στη Ρουκουμάϊτα με την πρόθεση να επισκεφθούμε τους αρρώστους αυτού του χωρίου, καθώς και του Τοπομυζού, Ακαμιζού και Οντορίζι. Ήταν ένας γύρος οκτώ χιλιόμετρα κι΄ελπίζαμε να τελειώσουμε με τη Ροκουμάϊτα, πριν το πρόγευμα .Εκεί βρήκαμε πολύ περισσότερους τραυματίες απ' ότι φανταζόμαστε, και το νέο του ερχομού μας συγκέντρωσε κι' άλλους απ΄αλλού κι΄έτσι δεν καταφέραμε να τελειώσουμε πριν από τις δέκα .
Μας είχαν ετοιμάσει όμως πρόγευμα στο σπίτι του γεωργού Ματσουσίτα, και δοκιμάσαμε αληθινή κατάπληξη, όταν, αφού πλύναμε τα χέρια μας μπήκαμε μέσα. Καθισμένος πάνω στο πάτωμα μ' ένα πιάτο γιομάτο ρύζι αχνιστό, σκεύτηκα ακόμα μια φορά, τι ωραία νασ' ακόμα ζωντανός! Τα δάκρυα γιομίζανε τα μάτια μου.
Φάτε όσο θέλετε , μας είπε συμπαθητικά ο ξενοδόχος μας. Όλα τα χωριά σας χρειάζονται , πώς να σας αφήσουμε νηστικούς; Φάτε να κρατηθείτε μέχρι το βράδυ...Δεν περιμέναμε να μας το ξαναπούνε κι' αφού χορτάσαμε πήραμε πάλι τη πορεία μας....
Τελειώναμε με το Αναμιζού, όταν ακούσαμε ένα τρομαχτικό θόρυβο μηχανής.Γρήγορα σωριαστήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο στη σκιά ενός βράχου.Μια ατομική βόμβα ακόμα και όλα θα τελείωναν, αλλά ευχόμουνα να μη γίνει. Τις συνηθισμένες βόμβες και τα μυδράλια τα γνωρίζαμε καλά, και με λίγη φρόνηση, μπορούσαμε να τα διαφύγουμε. Αλλά με την ατομική έκρηξη ήτανε διαφορετικά, γιατί δεν ήξερες ούτε πότε θάρθει, ούτε και πως θα φυλαχτείς...Τι το εκπληκτικό λοιπόν αν αισθανόμαστε εκνευρισμένοι και τρέμοντες;
Τελικά o θόρυβος έσβησε, και μεις ξαναπήραμε το δρόμο μας αποφεύγοντας τον κεντρικό δρόμο προσέχοντας ακόμα και τις μαύρες σκιές μας να κινούνται πάνω στη λευκή του επιφάνεια. Δεν είχαμε πια ούτε σπίτια, ούτε περιουσία, ούτε οικογένεια. Βαδίζαμε από χωριό σέ χωριό με τα ίδια πράγματα που ξεκινήσαμε μέσ' από τα ερείπια. Ποιός θα μπορούσε, μέσα σε τούτη την αθλιότητα που μας τύλιγε, να πει, ότι είμαστε μια ομάδα γιατρών, καθηγητών, βοηθών και φοιτητών της Ιατρικής Σχολής;
Μερικοί ήτανε με κεφάλια δεμένα, και μεσ' από τους επίδεσμους έσταζε φρέσκο χλιαρό αίμα άλλοι κουτσαίνανε, γιατί η μεγάλη πληγή πούχανε στο πόδι τους πονούσε φοβερά' άλλοι, χτυπημένοι στο στήθος, αναπνέανε με κόπο. Αυτοί, οι τελευταίοι, είχανε γίνει σταχτοπράσινοι, γιατί η ραδιενέργεια τους είχε δηλητηριάσει το αίμα' κι' άλλοι σκοντάφτανε σε κάθε βήμα, γιατί είχανε χάσει τα ματογυάλια τους....
Μα προχωρούσαμε, προχωρούσαμε στηριγμένοι σε μπαστούνια ή στον ώμο του διπλανού δίνοντας χέρι ο ένας στον άλλον, όλο και προχωρούσαμε αδελφικά, ενωμένοι. Οι μεν φορούσανε στα πόδια τους ξεσχισμένα παπούτσια, άλλοι παντούφλες ή ξύλινα κατσάρια και κάποιος μπότες λαστιχένιες. Το ξεραμένο αίμα σκέπαζε τα λαναρισμένα παντελόνια και τα κουρελιασμένα πουκάμια Μερικοί προστατεύανε τα κεφάλια τους από τον ήλιο με μια πετσέτα ή ένα μαντήλι, κ.' άλλοι φοράγανε κράνη. Στις πλάτες και τα κεφάλια μας είχαμε ρίξει χόρτο να μοιάζουμε με τη γη γύρο για να ξεγελάμε τ' αεροπλάνα.
— Ωραίο πορτραίτο κάνουμε όλοι μαζί, γέλασε ο Χόρο.
Μοιάζαμε πραγματικά σα στράτευμα σε υποχώρηση. Μέναμε όμως πιστοί στο καθήκον που μας επέβαλε η στιγμή. Κατ' απ' τον καταθληπτικό ήλιο, με το φόβο των αεροπλάνων που κάθε τόσο περνούσανε πάνω από τα κεφάλια μας, εμείς προχωρούσαμε ψάχνοντας για πληγωμένους, σπρωγμένοι από επαγγελματικό ενθουσιασμό, Να βοηθήσουμε τον κόσμο έπρεπε όσο το δυνατόν καλύτερα. Γιατί μέναμε πάντα στο Κολέγιο Ιατρικής! Αλλά κοντά σ' αυτό έπρεπε ν' ανακαλύψουμε και την αλήθεια : να που μας προσφερόταν ένα πεδίο παρατηρήσεων απόλυτα καινούργιο. Να το παραμελήσεις, δεν ήτανε μόνο σκληρότατα έναντι των ανθρώπων, αλλά και έγκλημα κατά της Επιστήμης.
Άρχισα να αισθάνομαι τα συμπτώματα της ατομικής αρρώστειας, Ήξερα πως με τους πόνους και την εξάντληση, γρήγορα θα πέθαινα ή το λιγότερο θ' αρρώσταινα βαρειά. Όργανα πειραματικά δεν είχαμε μ' αφού δεν είχαμε ούτε χαρτί και μολύβι. Μερικά νυστέρια, τανάλιες και βελόνες και μερικές γάζες, ήτανε τα μόνα γιατρικά που κουβαλούσαμε μέσα στους σάκκους προμηθειών. Είχαμε όμως τα κεφάλια μας, τα μάτια μας, τα χέρια μας και τη θέληση κάτι να κάνουμε.
—Αεροπλάνα ! Όλοι κάτω !
Πέφτομε χάμω μέσα στο σκονισμένο χορτάρι. Τα μερμήγκια ανεβαίνανε και περπατούσανε στο πρόσωπό μας...
-Φύγανε! Σηκωθείτε!
Σηκωνόμαστε και βαδίζαμε βιαστικά μέσα στο λιοπύρι.
-Άλλο αεροπλάνο ! Καταδιωκτικό! Όλοι κατ' από τα βράχια! Τρέξετε.
-Προσέξετε τα μπουκάλια με τα φάρμακα! Είναι τα τελευταία μας.
Να φυλάγεσαι από τ΄αεροπλάνα , να τρέχεις για να κερδίσης το χαμένο σου καιρό , έπειτα να ξαπλώνεσαι εξαντλημένος κάτ' απ' τα δένδρα, να κυττάζεις το ρολόι σου και να ξαναξεκινάς , έκπληκτος για την ώρα που πέρασε γρήγορα ...έτσι πέρασε εκείνη η ημέρα. Ο κύκλος μας πήρε πολύ περισσότερα απ ότι είχαμε προβλέψει. Τα πόδια μας βασανίζανε σε κάθε βήμα,και το βράδυ μας βρήκε φυσικά, και ηθικά εξουθενωμένους.
Οι πάσχοντες ήτανε πέντε φορές περισσότεροι απ' όσο υπολογίζαμε κάθε σπίτι είχε και τους δικούς του. Πολλοί ήτανε τελείως άγνωστοι γι' αυτούς που τους είχανε παραχωρήσει στέγη. Αλλά καθώς πέφτανε από τα πόδια τους μπροστά τους, ανίκανοι να κινηθούνε, τους βοηθούσανε όσο μπορούσανε περισσότερο, βρήκαμε πολλούς μέσα στα δασύλλια, στα πεζοδρόμια, και σε λίγο δεν είχαμε πια επιδέσμους. Η προϊσταμένη και η Τσουμπακιγιάμα, αναγκαστήκανε να κάνουνε το δρόμο πίσω στο Κολέγιο, με τη γλώσσα έξω από την κούραση και τη ζέστη για να μας φέρουν προμήθειες. Την ώρα . που φεύγανε, τους είπαμε μισοσοβαρά : Αν πέσει μια βόμβα ακόμα στο Ναγκασάκι, με ποιόν θα μας στείλετε, κορίτσια, τους επιδέσμους!..
Στις 12 Αυγούστου κουβαλώντας μαζί τα κόκκαλα των νεκρών μας, εγκαταλείψαμε το Ουρακάμι για τη Κόμπα. Αφήναμε πίσω μας ένα τόπο κατεστραμμένο κι' ολόγυμνο με μόνο κάλυμά του τη στάχτη. Μπαίναμε δω που μας τριγύριζαν πράσινα δέντρα και φυλλώματα. Η δροσερή αύρα των βουνών, έδωσε καινούρια δύναμη στα σώματα μας και ζωήρεψε το πνεύμα μας. Από καιρό σε καιρό στεκόμαστε κι' αναπνέαμε βαθιά για να καθαρίσουμε τα πλεμόνια μας από τη σκόνη και τη μπόχα που τόχε πλημμυρίσει η οσμή των πτωμάτων που κάψαμε. Κάθε πνοή ήτανε και νέα ζωή.
Στο Φουζινό-ο, περιοχή του Κόμπα, νοικιάσαμε ένα σπίτι για να το μεταβάλουμε σε σταθμό. Μα πριν απ' όλα, πήγαμε μέσα στο δάσος που απλωνότανε μπροστά σ' αυτό το κτίριο, όπου ένα μικρό ποταμάκι έτρεχε καθαρό και δροσερό νερό. Παρατώντας τα ρούχα μας πάνω στα βράχια, ξαπλωθήκαμε μέσα στο νερό: το ρεματάκι ήτανε το στρώμα μας και οι πέτρες μαξιλάρια. Κυττάζοντας από κάτω προς τα πάνω, τα πλάγια φαίνονταν απότομα και τα δένδρα μας ρίχνανε τη σκιά των μεγάλων τους κλαριών... Τα τζιτζίκια κτυπούσανε τη καλοκαιρινή τους συμφωνία και, στη λουρίδα του γαλανού ουρανού που φαινόταν πάνω από τα κεφάλια μας, πλανιώνταν τεμπέλικα αχνά λευκά σύννεφα. Τι ωραία πούναι η ζωή, σκέφτηκα, θυμήθηκα ένα ποίημα πούχα ο ίδιος συνθέσει, στο μέτωπο: σήμερα είμαι ακόμα ζωντανός' κι' όσο ζω τόσο πολυτιμότερη είναι η ζωή.,. Πόσες φορές τις επανέλαβα αυτές τις φράσεις...
Καθώς σκουπιζόμουνα, ανακάλυψα με έκπληξη ότι όλη η δεξιά μου πλευρά ήτανε γιομάτη από μικρά αναρίθμητα κοψίματα που μούχαν κάνει τα τζάμια με την έκρηξη' τώρα τα αισθανόμουνα κι' όλα με πονούσαν. Έπλυνα τα ματωμένα μου ρούχα, και περιμένοντας να στεγνώσουνε, πήγα να κοιμηθώ κατ' από ένα δένδρο. Ήτανε η πρώτη φορά μετά την έκρηξη πούκανα τέτοιον ύπνο. Όταν ξύπνησα, είδα όλες τις νοσοκόμες κοιμισμένες. Πόσο είχανε κουραστεί οι καϋμένες...
Το βράδυ, από σπίτι σε σπίτι, επισκευθήκαμε τους άρρωστους. Πρώτα πήγαμε στον Οκαμουρασάν, διοικητή στη Κόμπα, και τον βρήκαμε ξαπλωμένο στο κρεββάτι και σε κακά χάλια. Μας είπε ότι του ήτανε δύσκολο να ξέρει πόσοι ήτανε σε κάθε σπίτι. Πράγματι, όταν μπήκαμε στο σπίτι του Τουκαμίζαν, μεγαλοκτηματία στη περιοχή, η γυναίκα του μας βεβαίωσε πως θάτανε περισσότεροι από εκατό εκείνοι που έχουνε καταφύγει στο σπίτι τους. Είχε μπροστά της μια σειρά κολοκύθια και τάκοβε φέτες σκουπίζοντας κάθε τόσο το πρόσωπο της που έτρεχε αυλάκι ο ιδρώτας. Πολλά θύματα, και προπαντός καλόγηροι βουδιστές από το μοναστήρι του Ζουνσέν, ήτανε ξαπλωμένοι κάτ' από κουνουπιέρες. Πεθαίνανε αράδα κι' ο γεωργός έβγαινε κάθε τόσο ν' ανοίξει καινούριους λάκκους. Οι τραυματισμένοι είχανε κουβαληθεί όπως τους αφήσαμε στο Ουρακάμι. Κανείς δεν είχε αγκίξει τις πληγές τους που ήτανε ακόμα δεμένες με τα πρόχειρα πανιά εκείνης της στιγμής. Γι' αυτό πολλές πληγές είχανε πιάσει πύο κι όταν έβγαζες τον επίδεσμο, τρέχανε κι' αφήναμε μια οσμή ανυπόφορη. Όταν καθαρίζαμε τις πληγές, βγάζαμε από μέσα κομάτια γυαλιά, ξύλα και χαλίκια από το μπετόν. Πλέναμε τις πληγές, αδιαφορώντας για τους πόνους των πληγωμένων, αλλά καθαρά κι' αποτελεσματικά με κριεζότο. Μ' όλο ότι η περίσταση μας είχε κάνει όλους σκληρούς και απαθείς, δε καταφέρναμε να συγκρατήσουμε τα ρίγη που διέτρεχαν τη ραχοκοκκαλιά μας, στη θέα αυτής της φρίκης.Πόσο δύσκολη ήτανε η δουλειά, όταν σκεφτεί κανείς, ότι ο καθένας απ' αυτούς τους ανθρώπους είχε δέκα κ' είκοσι πληγές. Και χρειαζότανε να τους βασανίζεις πολύ ώρα για να τους πλύνεις, να τους καθαρίσεις, να τους ράψεις, να τους δέσεις και να τους ξαπλώσεις όλους αυτούς τους δυστυχισμένους. Το ρεκόρ τόχε ένας με εκατόν δέκα πληγές!...Τα εγκαύματα επίσης πολύ σοβαρά. Τα χέρια το στήθος και το πρόσωπο ήτανε τα κυριότερα μέρη πούχανε πλήξει. Αποσπούσαμε ολόκληρα κομμάτια δέρματος που αφήναν να φαίνεται η κόκκινη και ζωντανή σάρκα. Τα πρόσωπα ήτανε πρησμένα τερατωδώς και κλείνανε το στόμα που δεν μπορούσε πια ν' αρθρώσει λέξη. Τα εγκαύματα που, σύμφωνα με τις οδηγίες, είχαν επαλειφθεί με λάδι, παρουσιάζανε κατάσταση κάπως παρήγορη, μα στις περισσότερες περιπτώσεις ήτανε φοβερές. Τους απολυμάναμε και συστήσαμε στους τραυματίες να βάζουνε κομπρέσες βουτηγμένες στο νερό της πηγής.
Από το ένα σπίτι στ' άλλο, μέσα στα χωράφια, οι κουνουπιέρες μας δείχνανε που θα βρίσκαμε τα θύματα που θάχανε την ανάγκη μας, και προχωρούσαμε πάντα με καινούργιο θάρρος.
Στις δέκα το βράδυ είχαμε τελειώσει με το χωριό Ίνουτσούζι και μπαίναμε στο Φουζιμό · ο από τα μονοπάτια του βουνού, προσέχοντας τις οχιές πού κάθε τόσο μας ξαφνιάζανε με το πέρασμα τους, Η δροσιά κάλυπτε τη χλόη και τα ζουζούνια θροούσαν μέσα στις λόχμες. Στον ουρανό η Μεγάλη Άρκτος είχε εξαφανιστεί και ο Σκορπιός απλωνότανε πάνω από το Τρία Βουνά.
Την περασμένη νύχτα, η λάμψη του Πολικού, μέσα από το καταφύγιο, κι' ανάμεσα απ' τα ερείπια, μου φαινότανε σα μια σταγόνα αίμα. Τώρα που τον κοιτούσα οπό το βάθος της ήσυχης κοιλάδας, έμοιαζε να με χαιρετάει φιλικά. Κανένας δε μίλαγε. Καθώς περνούσα κείνα τα μονοπάτια, αισθανόμουνα να με συνοδεύουνε όλα τ' αγαπημένα πρόσωπα πού δεν ύπάρχανε πιά καθώς και κείνα πού βρισκόταν γύρω μου. Σήκωσα πάλι τα μάτια μου κατά τον ουρανό, αναζητώντας στον ορίζοντα τον αστερισμό της Παρθένου. "Ήθελα να γιομίσω τα μάτια μου με το γαλάζιο φως του πουμίαζε με τα πρόσωπα των αδελφών νοσοκόμων που δε θα ξανάβλεπα πια,
Η δέκατη τρίτη τ' Αυγούστου ήρθε ολοκάθαρη και ζεστή, Αφού πλυθήκαμε μέσα στο ποταμάκι, κατεβήκαμε στη Ρουκουμάϊτα με την πρόθεση να επισκεφθούμε τους αρρώστους αυτού του χωρίου, καθώς και του Τοπομυζού, Ακαμιζού και Οντορίζι. Ήταν ένας γύρος οκτώ χιλιόμετρα κι΄ελπίζαμε να τελειώσουμε με τη Ροκουμάϊτα, πριν το πρόγευμα .Εκεί βρήκαμε πολύ περισσότερους τραυματίες απ' ότι φανταζόμαστε, και το νέο του ερχομού μας συγκέντρωσε κι' άλλους απ΄αλλού κι΄έτσι δεν καταφέραμε να τελειώσουμε πριν από τις δέκα .
Μας είχαν ετοιμάσει όμως πρόγευμα στο σπίτι του γεωργού Ματσουσίτα, και δοκιμάσαμε αληθινή κατάπληξη, όταν, αφού πλύναμε τα χέρια μας μπήκαμε μέσα. Καθισμένος πάνω στο πάτωμα μ' ένα πιάτο γιομάτο ρύζι αχνιστό, σκεύτηκα ακόμα μια φορά, τι ωραία νασ' ακόμα ζωντανός! Τα δάκρυα γιομίζανε τα μάτια μου.
Φάτε όσο θέλετε , μας είπε συμπαθητικά ο ξενοδόχος μας. Όλα τα χωριά σας χρειάζονται , πώς να σας αφήσουμε νηστικούς; Φάτε να κρατηθείτε μέχρι το βράδυ...Δεν περιμέναμε να μας το ξαναπούνε κι' αφού χορτάσαμε πήραμε πάλι τη πορεία μας....
Τελειώναμε με το Αναμιζού, όταν ακούσαμε ένα τρομαχτικό θόρυβο μηχανής.Γρήγορα σωριαστήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο στη σκιά ενός βράχου.Μια ατομική βόμβα ακόμα και όλα θα τελείωναν, αλλά ευχόμουνα να μη γίνει. Τις συνηθισμένες βόμβες και τα μυδράλια τα γνωρίζαμε καλά, και με λίγη φρόνηση, μπορούσαμε να τα διαφύγουμε. Αλλά με την ατομική έκρηξη ήτανε διαφορετικά, γιατί δεν ήξερες ούτε πότε θάρθει, ούτε και πως θα φυλαχτείς...Τι το εκπληκτικό λοιπόν αν αισθανόμαστε εκνευρισμένοι και τρέμοντες;
Τελικά o θόρυβος έσβησε, και μεις ξαναπήραμε το δρόμο μας αποφεύγοντας τον κεντρικό δρόμο προσέχοντας ακόμα και τις μαύρες σκιές μας να κινούνται πάνω στη λευκή του επιφάνεια. Δεν είχαμε πια ούτε σπίτια, ούτε περιουσία, ούτε οικογένεια. Βαδίζαμε από χωριό σέ χωριό με τα ίδια πράγματα που ξεκινήσαμε μέσ' από τα ερείπια. Ποιός θα μπορούσε, μέσα σε τούτη την αθλιότητα που μας τύλιγε, να πει, ότι είμαστε μια ομάδα γιατρών, καθηγητών, βοηθών και φοιτητών της Ιατρικής Σχολής;
Μερικοί ήτανε με κεφάλια δεμένα, και μεσ' από τους επίδεσμους έσταζε φρέσκο χλιαρό αίμα άλλοι κουτσαίνανε, γιατί η μεγάλη πληγή πούχανε στο πόδι τους πονούσε φοβερά' άλλοι, χτυπημένοι στο στήθος, αναπνέανε με κόπο. Αυτοί, οι τελευταίοι, είχανε γίνει σταχτοπράσινοι, γιατί η ραδιενέργεια τους είχε δηλητηριάσει το αίμα' κι' άλλοι σκοντάφτανε σε κάθε βήμα, γιατί είχανε χάσει τα ματογυάλια τους....
Μα προχωρούσαμε, προχωρούσαμε στηριγμένοι σε μπαστούνια ή στον ώμο του διπλανού δίνοντας χέρι ο ένας στον άλλον, όλο και προχωρούσαμε αδελφικά, ενωμένοι. Οι μεν φορούσανε στα πόδια τους ξεσχισμένα παπούτσια, άλλοι παντούφλες ή ξύλινα κατσάρια και κάποιος μπότες λαστιχένιες. Το ξεραμένο αίμα σκέπαζε τα λαναρισμένα παντελόνια και τα κουρελιασμένα πουκάμια Μερικοί προστατεύανε τα κεφάλια τους από τον ήλιο με μια πετσέτα ή ένα μαντήλι, κ.' άλλοι φοράγανε κράνη. Στις πλάτες και τα κεφάλια μας είχαμε ρίξει χόρτο να μοιάζουμε με τη γη γύρο για να ξεγελάμε τ' αεροπλάνα.
— Ωραίο πορτραίτο κάνουμε όλοι μαζί, γέλασε ο Χόρο.
Μοιάζαμε πραγματικά σα στράτευμα σε υποχώρηση. Μέναμε όμως πιστοί στο καθήκον που μας επέβαλε η στιγμή. Κατ' απ' τον καταθληπτικό ήλιο, με το φόβο των αεροπλάνων που κάθε τόσο περνούσανε πάνω από τα κεφάλια μας, εμείς προχωρούσαμε ψάχνοντας για πληγωμένους, σπρωγμένοι από επαγγελματικό ενθουσιασμό, Να βοηθήσουμε τον κόσμο έπρεπε όσο το δυνατόν καλύτερα. Γιατί μέναμε πάντα στο Κολέγιο Ιατρικής! Αλλά κοντά σ' αυτό έπρεπε ν' ανακαλύψουμε και την αλήθεια : να που μας προσφερόταν ένα πεδίο παρατηρήσεων απόλυτα καινούργιο. Να το παραμελήσεις, δεν ήτανε μόνο σκληρότατα έναντι των ανθρώπων, αλλά και έγκλημα κατά της Επιστήμης.
Άρχισα να αισθάνομαι τα συμπτώματα της ατομικής αρρώστειας, Ήξερα πως με τους πόνους και την εξάντληση, γρήγορα θα πέθαινα ή το λιγότερο θ' αρρώσταινα βαρειά. Όργανα πειραματικά δεν είχαμε μ' αφού δεν είχαμε ούτε χαρτί και μολύβι. Μερικά νυστέρια, τανάλιες και βελόνες και μερικές γάζες, ήτανε τα μόνα γιατρικά που κουβαλούσαμε μέσα στους σάκκους προμηθειών. Είχαμε όμως τα κεφάλια μας, τα μάτια μας, τα χέρια μας και τη θέληση κάτι να κάνουμε.
—Αεροπλάνα ! Όλοι κάτω !
Πέφτομε χάμω μέσα στο σκονισμένο χορτάρι. Τα μερμήγκια ανεβαίνανε και περπατούσανε στο πρόσωπό μας...
-Φύγανε! Σηκωθείτε!
Σηκωνόμαστε και βαδίζαμε βιαστικά μέσα στο λιοπύρι.
-Άλλο αεροπλάνο ! Καταδιωκτικό! Όλοι κατ' από τα βράχια! Τρέξετε.
-Προσέξετε τα μπουκάλια με τα φάρμακα! Είναι τα τελευταία μας.
Να φυλάγεσαι από τ΄αεροπλάνα , να τρέχεις για να κερδίσης το χαμένο σου καιρό , έπειτα να ξαπλώνεσαι εξαντλημένος κάτ' απ' τα δένδρα, να κυττάζεις το ρολόι σου και να ξαναξεκινάς , έκπληκτος για την ώρα που πέρασε γρήγορα ...έτσι πέρασε εκείνη η ημέρα. Ο κύκλος μας πήρε πολύ περισσότερα απ ότι είχαμε προβλέψει. Τα πόδια μας βασανίζανε σε κάθε βήμα,και το βράδυ μας βρήκε φυσικά, και ηθικά εξουθενωμένους.
Οι πάσχοντες ήτανε πέντε φορές περισσότεροι απ' όσο υπολογίζαμε κάθε σπίτι είχε και τους δικούς του. Πολλοί ήτανε τελείως άγνωστοι γι' αυτούς που τους είχανε παραχωρήσει στέγη. Αλλά καθώς πέφτανε από τα πόδια τους μπροστά τους, ανίκανοι να κινηθούνε, τους βοηθούσανε όσο μπορούσανε περισσότερο, βρήκαμε πολλούς μέσα στα δασύλλια, στα πεζοδρόμια, και σε λίγο δεν είχαμε πια επιδέσμους. Η προϊσταμένη και η Τσουμπακιγιάμα, αναγκαστήκανε να κάνουνε το δρόμο πίσω στο Κολέγιο, με τη γλώσσα έξω από την κούραση και τη ζέστη για να μας φέρουν προμήθειες. Την ώρα . που φεύγανε, τους είπαμε μισοσοβαρά : Αν πέσει μια βόμβα ακόμα στο Ναγκασάκι, με ποιόν θα μας στείλετε, κορίτσια, τους επιδέσμους!..
Αλλά το βράδυ ήρθε' και μαζί μ' αυτό καί κείνες, ζωηρές, χαρούμενες, και με τους σάκκους γιομάτους. Μαζί τους ερχότανε και η νοσοκόμα Ουασί. Το πρωΐ της ενάτης Αυγούστου, πριν γίνει η έκκρηξη, μαθαίνοντας πως ο αδελφός της σκοτώθηκε στη μάχη, έφυγε για τό σπίτι. Την άλλη μέρα, όταν πληροφορήθηκε τήν καταστροφή του Κολεγίου, πήρε το τραίνο, βιαστικά κι έκανε το δεκάωρο ταξ'ιδι από τη Κέτα Ματσουούρα, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της.
-Ήθελα τουλάχιστον να βρω τα λείψανα σας, μας είπε κλαίγοντας. Ο ερχομός αυτού του νεαρού, δυνατού κι' ενεργητικού κοριτσιού μας ανακούφισε. Στις δέκα το βράδυ είχαμε τελειώσει πια και μπορούσαμε να γυρίσουμε στο Φουζινό-ο . Γύρω απ' τη φωτιά που βράζανε οι πατάτες και τα κολοκύθια, πιάσαμε τη συζήτηση για τα συμπτώματα της ατομικής αρρώστειας. Διαταραχές στο χωνευτικό σύστημα είχανε εκδηλωθεί τώρα. Πυώδη εξανθήματα στο στόμα, στοματίτιδα... Ρίχνοντας ξύλα στις φλόγες κι' επιχειρήματα στη κουβέντα, βρεθήκαμε γρήγορα μπροστά σε μια σούπα αχνιστή καί προκλητική.
14 Αυγούστου 1945.Εκείνη την ημέρα, σ' ακτίνα εννιά χιλιομέτρων, είχαμε να επισκεφτούμε τέσσερα χωριά : το Αζεμπέτο, το Καβαντόκο, τη Τοπίτα και το Κοτάνι. Ο δρόμος περνούμε μεσ' από βουνά και πλαγιές. Που και που βλέπαμε κανένα μοναχικό σπίτι στη κορφή ενός βουνού και διστάζαμε να σκαρφαλώσουμε κει πάνω. Αλλά με τη σκέψη πως κάποιος μπορούσε να μας περιμένει, ή ότι κάποια άλλη περίπτωση μπορούσε να μας παρουσιαστεί, κρατούσαμε δυνατά τα μπαστούνια μας, και σιγά - σιγά, νικούσαμε τον γκρεμό.
Οι οικογένειες, μας υποδέχονταν με χαρά κι' ευγνωμοσύνη. Οι άρρωστοι αισθανόντουσαν καλύτερα μόλις φθάνανε οι γιατροί και λύνανε μόνοι τους τα δεσίματα, Συχνά ακούγαμε στη κουζίνα να κόβουνε αγγούρια' οί νοικοκυραίοι τοιμάζανε το τσάι. ..
Το βράδυ μας βρήκε πεθαμένους από πείνα, κούραση και πόνο. Γυρνούσαμε δυο · δυό, πιασμένοι από τα χέρια και σιωπηλοί, ενώ το φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό.
—Η μέρα τέλειωσε, αλλά, ο δρόμος είναι πολύ μακρύς ακόμα, μουρμούρισε ο καθηγητής Σεΐκι ... Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ένοιωσα ένα μούδιασμα οτο δεξί πόδι και σωριάστηκα κατά γης, κ' οι άλλοι τρέχανε να με περιμαζέψουνε . . .
Το φεγγάρι εξαφανίστηκε και μας τύλιξε το σκοτάδι.. Δε βλέπαμε καθόλου και για το Φουζινό-ο θέλαμε ακόμα, τρία χιλιόμετρα... 'Υστερ' από μισή ώρα ,τα νεύρα του ποδιού μου αμολύσανε κάπως, και στηριγμένος στον ώμο της Μικρής καλαμιάς, κατάφερα να περπατήσω. Μά δεν είχαμε κάμει ένα χιλιόμετρο, καί τώρα ήταν εκείνη που έπεσε στα πόδια μου λιπόθυμη. Το Μικρό Βαρελάκι και η Ουασί, τρέξανε και την πήρανε στην αγκαλιά τους, κι' εγώ στηρίχτηκα στο Χόρο.
Τελικά, φτάσαμε στο σπίτι του Τακαμισάν, όπου κάναμε στάση. Η κυρία του σπιτιού, περίλυπη που μας είδε νάμαστε στο δρόμο τέτοια ώρα, βιάστηκε να μας τοιμάση μια σούπα' ήμαστε πολύ πεινασμένοι για να κάνουμε πως δε θέλαμε. Καταβροχθίζαμε το ρίζι, τα κολοκύθια,, τις πατάτες και τα δαμάσκηνα, με τόση λαιμαργία, που μοιάζαμε σαν πειναλέοι σκύλοι.
15 Αυγούστου 1945.Για να γιορτάσουμε τη Κοίμηση της Θεοτόκου, παρακολουθήσαμε τη λειτουργία στην εκκλησία του Κόμπα, Πολλές φορές, τ' αεροπλάνα, διακόψανε τη τελετή, κι' ο Πάτερ Σιμιζού, κατέφευγε, με την άγια κοινωνία στα χέρια, στο καταφύγιο που ήτανε ανοιγμένο στό πίσω μέρος του ναού.
Όταν σχόλασε η εκκλησία, ξαναρχίσαμε την επίσκέψη των αρρώστων του Ινουτσούζι. Ο θάνατος εξακολουθούσε να κάνει θραύση ' ανάμεσα στους πάσχοντες εκδηλωνόντουσαν νέες περιπτώσεις. Η κατάσταση γινότανε ακόμα τραγικώτερη, γιατί και οι δικές μας δυνάμεις άρχισαν να εξαντλούνται, θα μπορούσαμε ίσως να υποστηρίξουμε, ότι στα δικά μας κορμιά είχανε εκδηλωθεί οι πιό σοβαρές κι' επικίνδυνες περιπτώσεις. Οι άλλοι, τουλάχιστον, μπορούσανε να παραπονούνται και να λένε καθαρά εκείνο που αισθανόντουσαν, αλλά εμείς, για να δώσουμε μιαν απάντηση, έπρεπε να σκεφθούμε πολύ...
Είναι ο πόλεμος' δε μπορούμε να υποχωρήσουμε, σκεπτόμαστε. Ο Χόρο, που είχε φύγει το πρωί για να φέρει τρόφιμα, τα οποία θα του παραχωρούσε η γενική διεύθυνση του Κολεγίου, γύρισε το βράδυ, και μας φάνηκε πολύ συγκινημένος. Το σακκί το ρύζι, το πακέτο τ' αλεύρι, τα φασόλια και οι κονσέρβες που μας έφερε, τα δεχτήκαμε με χαρά, αλλά τα νέα!..
— Φαίνεται πως ο πόλεμος τέλειωσε, είπε.
— Τέλειωσε ; Και πώς τέλειωσε;
— Παράδωση χωρίς όρους. Οι συμφωνίες του Πότσδαμ, έγιναν πλήρως αποδεκτές.
Έπεσε βαρειά σιωπή, που τη διέσπασα εγώ :
— Δεν είναι δυνατόν, είπα.
Η πόλη είναι άνω κάτω. Άλλοι το βεβαιώνουν κι' άλλοι το αρνούνται. Μεταδόθηκε μια ειδική εκπομπή το μεσημέρι. Δεν ήτανε εύκολο να την ακούσης καθαρά... αλλά η λέξη «Εμείς», έκφραση που μόνο ο Αυτοκράτορας εχει δικαίωμα να τη χρησιμοποιήσει, ακούστηκε πολλές φορές, και πολλοί πιστεύουνε, ότι μιλούσε ο ίδιος. Απ' εναντίας όμως' oι χωροφύλακες, περιέρχονταν τη πόλη πάνω σε φορτηγά αυτοκίνητα και φώναζαν, ότι όλ' αυτά δεν είναι παρά εχθρική προπαγάνδα και πως δε πρέπει να πιστεύουμε τίποτα. Ουρλιάζανε : θα πολεμήσουμε μέχρι το τέλος, πάνω στο ίδιο μας το έδαφος αν χρειαστεί, κι, άλλα τέτοια. Κανένας δεν είναι βέβαιος ποιά είναι η αλήθεια. Μερικοί που τολμήσανε να πούνε πως ο πόλεμος τέλειωσε πια, ξυλοκοπηθήκανε.
H σιωπή ξανάπεσε πένθιμη. Ναταν αλήθεια ; Όχι, δε μπορούσε νάταν αλήθεια ! Μιά ψεύτικη διάδοση πάρα - πάνω !... Όμως μπορεί ! Τί το παράξενο ; Το κεφάλι μου πονούσε από το βομβαρδισμό των ερωτημάτων που το ίδιο γεννούσε. Πάλι ήρθανε οι δέκα το βράδυ καί η δουλειά μας τέλειωσε, αλλά το δείπνο, μ' 'ολο που ήτανε πλούσιο με τις κονσέρβες του Χόρο, μας φάνηκε άνοστο.
Οι οικογένειες, μας υποδέχονταν με χαρά κι' ευγνωμοσύνη. Οι άρρωστοι αισθανόντουσαν καλύτερα μόλις φθάνανε οι γιατροί και λύνανε μόνοι τους τα δεσίματα, Συχνά ακούγαμε στη κουζίνα να κόβουνε αγγούρια' οί νοικοκυραίοι τοιμάζανε το τσάι. ..
Το βράδυ μας βρήκε πεθαμένους από πείνα, κούραση και πόνο. Γυρνούσαμε δυο · δυό, πιασμένοι από τα χέρια και σιωπηλοί, ενώ το φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό.
—Η μέρα τέλειωσε, αλλά, ο δρόμος είναι πολύ μακρύς ακόμα, μουρμούρισε ο καθηγητής Σεΐκι ... Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ένοιωσα ένα μούδιασμα οτο δεξί πόδι και σωριάστηκα κατά γης, κ' οι άλλοι τρέχανε να με περιμαζέψουνε . . .
Το φεγγάρι εξαφανίστηκε και μας τύλιξε το σκοτάδι.. Δε βλέπαμε καθόλου και για το Φουζινό-ο θέλαμε ακόμα, τρία χιλιόμετρα... 'Υστερ' από μισή ώρα ,τα νεύρα του ποδιού μου αμολύσανε κάπως, και στηριγμένος στον ώμο της Μικρής καλαμιάς, κατάφερα να περπατήσω. Μά δεν είχαμε κάμει ένα χιλιόμετρο, καί τώρα ήταν εκείνη που έπεσε στα πόδια μου λιπόθυμη. Το Μικρό Βαρελάκι και η Ουασί, τρέξανε και την πήρανε στην αγκαλιά τους, κι' εγώ στηρίχτηκα στο Χόρο.
Τελικά, φτάσαμε στο σπίτι του Τακαμισάν, όπου κάναμε στάση. Η κυρία του σπιτιού, περίλυπη που μας είδε νάμαστε στο δρόμο τέτοια ώρα, βιάστηκε να μας τοιμάση μια σούπα' ήμαστε πολύ πεινασμένοι για να κάνουμε πως δε θέλαμε. Καταβροχθίζαμε το ρίζι, τα κολοκύθια,, τις πατάτες και τα δαμάσκηνα, με τόση λαιμαργία, που μοιάζαμε σαν πειναλέοι σκύλοι.
15 Αυγούστου 1945.Για να γιορτάσουμε τη Κοίμηση της Θεοτόκου, παρακολουθήσαμε τη λειτουργία στην εκκλησία του Κόμπα, Πολλές φορές, τ' αεροπλάνα, διακόψανε τη τελετή, κι' ο Πάτερ Σιμιζού, κατέφευγε, με την άγια κοινωνία στα χέρια, στο καταφύγιο που ήτανε ανοιγμένο στό πίσω μέρος του ναού.
Όταν σχόλασε η εκκλησία, ξαναρχίσαμε την επίσκέψη των αρρώστων του Ινουτσούζι. Ο θάνατος εξακολουθούσε να κάνει θραύση ' ανάμεσα στους πάσχοντες εκδηλωνόντουσαν νέες περιπτώσεις. Η κατάσταση γινότανε ακόμα τραγικώτερη, γιατί και οι δικές μας δυνάμεις άρχισαν να εξαντλούνται, θα μπορούσαμε ίσως να υποστηρίξουμε, ότι στα δικά μας κορμιά είχανε εκδηλωθεί οι πιό σοβαρές κι' επικίνδυνες περιπτώσεις. Οι άλλοι, τουλάχιστον, μπορούσανε να παραπονούνται και να λένε καθαρά εκείνο που αισθανόντουσαν, αλλά εμείς, για να δώσουμε μιαν απάντηση, έπρεπε να σκεφθούμε πολύ...
Είναι ο πόλεμος' δε μπορούμε να υποχωρήσουμε, σκεπτόμαστε. Ο Χόρο, που είχε φύγει το πρωί για να φέρει τρόφιμα, τα οποία θα του παραχωρούσε η γενική διεύθυνση του Κολεγίου, γύρισε το βράδυ, και μας φάνηκε πολύ συγκινημένος. Το σακκί το ρύζι, το πακέτο τ' αλεύρι, τα φασόλια και οι κονσέρβες που μας έφερε, τα δεχτήκαμε με χαρά, αλλά τα νέα!..
— Φαίνεται πως ο πόλεμος τέλειωσε, είπε.
— Τέλειωσε ; Και πώς τέλειωσε;
— Παράδωση χωρίς όρους. Οι συμφωνίες του Πότσδαμ, έγιναν πλήρως αποδεκτές.
Έπεσε βαρειά σιωπή, που τη διέσπασα εγώ :
— Δεν είναι δυνατόν, είπα.
Η πόλη είναι άνω κάτω. Άλλοι το βεβαιώνουν κι' άλλοι το αρνούνται. Μεταδόθηκε μια ειδική εκπομπή το μεσημέρι. Δεν ήτανε εύκολο να την ακούσης καθαρά... αλλά η λέξη «Εμείς», έκφραση που μόνο ο Αυτοκράτορας εχει δικαίωμα να τη χρησιμοποιήσει, ακούστηκε πολλές φορές, και πολλοί πιστεύουνε, ότι μιλούσε ο ίδιος. Απ' εναντίας όμως' oι χωροφύλακες, περιέρχονταν τη πόλη πάνω σε φορτηγά αυτοκίνητα και φώναζαν, ότι όλ' αυτά δεν είναι παρά εχθρική προπαγάνδα και πως δε πρέπει να πιστεύουμε τίποτα. Ουρλιάζανε : θα πολεμήσουμε μέχρι το τέλος, πάνω στο ίδιο μας το έδαφος αν χρειαστεί, κι, άλλα τέτοια. Κανένας δεν είναι βέβαιος ποιά είναι η αλήθεια. Μερικοί που τολμήσανε να πούνε πως ο πόλεμος τέλειωσε πια, ξυλοκοπηθήκανε.
H σιωπή ξανάπεσε πένθιμη. Ναταν αλήθεια ; Όχι, δε μπορούσε νάταν αλήθεια ! Μιά ψεύτικη διάδοση πάρα - πάνω !... Όμως μπορεί ! Τί το παράξενο ; Το κεφάλι μου πονούσε από το βομβαρδισμό των ερωτημάτων που το ίδιο γεννούσε. Πάλι ήρθανε οι δέκα το βράδυ καί η δουλειά μας τέλειωσε, αλλά το δείπνο, μ' 'ολο που ήτανε πλούσιο με τις κονσέρβες του Χόρο, μας φάνηκε άνοστο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου