Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

ΛΟΧΑΓΕ ΡΙΧΤΧΟΦΕΝ ΣΩΣΕ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11ον


ΕΝΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ 
Μόλις εμπήκα στο σπίτι έσπευσα να γράψω στους συναδέλφους μου ότι είμαι τελείως καλά και ότι μετ΄ολίγον θα είμαι πάλι μαζί τους. Άπειρα γράμματα έλαβα, μεταξύ των οποίων και ένα του οποίου ο φάκελλος έδειχνε ότι προήρχετο από γυναίκα. Το ήνοιξα και με κάποιαν κατάπληξιν και συγκίνησιν συγχρόνως είδα την υπογραφήν της Ίντας, του κοριτσιού εκείνου που κατά την αναγκαστικήν προσγείωσίν μου πίσω από τα Γαλλικά χαρακώματα μου εφάνη πολύτιμος σύντροφος , και έκαμε για πρώτη φορά να σκιρτήση η καρδιά μου.Ήλθεν όμως κατόπιν ο σφοδρός έρως της Ερριέττας και έφυγε από τη σκέψι μου η φτωχή κόρη του γέρο -Μύλλερ. 
Το γράμμα εκείνο είναι γεμάτο ενθουσιασμό συγχρόνως. Το μικρό χωριουδάκι, που με εφιλοξένησε κατά την αναγκαστικήν μου προσγείωσι, είχε καταληφθή από τους Γερμανούς.

"Κύριε Ριχτχόφεν,
Τώρα που σου γράφω, ο Γερμανικός στρατός περνά κάτω από το σπίτι μου.Δεν ξέρεις τι χαρά που νοιώθω , γιατί απελευθερώθηκε το χωριό μου .Ο πατέρας πρόσφερε όλο το κρασί του στους στρατιώτες μας.Τώρα κοιμάται , γιατί εδώ και δύο μέρες δεν έκλεισε μάτι.

Επίθεση γερμανικών καταδιωκτικών (τριπλάνα Φώκερ και D-VII εναντίον αγγλικών
βομβαρδιστικών D,H.9 (Πίνακας του G.H Davis που βρίσκεται στο Βρετανικό Αυτοκρατορικό Μουσείο)
Γλεντούσε διαρκώς με τους στρατιώτες. Ρώτησε τους στρατιώτες για σένα .Όλοι σε ξέρουν. Το όνομά σου το έχουν στα χείλη τους και το προφέρουν με θαυμασμό. Εγώ όλη την ημέρα κυττάζω τον ουρανό μήπως και φανή το αεροπλάνο σου. Το ξέρω τόσο καλά .Δεν το είδα όμως ακόμα να φανή. Κάτι μου λέει πως θα ξαναρθης. Βέβαια δεν θέλω να μ' αγαπήσης γιατί είσαι μεγάλος αξιωματικός και δεν ταιριάζει να αγαπήσης μια φτωχή κόρη. Εγώ όμως θα σ΄αγαπώ κι' ας μη με θέλης εσύ. Φαντάζομαι πως θα μου το επιτρέψης. Όταν πηγαίνω στην εκκλησία κάνω ευχή στο Θεό να σε φυλάη από κάθε κακό για το καλό της Γερμανίας.
Αν πετάξης, πέρασε επάνω από το χωριό μας. Εγώ θα σε ιδώ και θα σε χαιρετίσω με το μαντήλι μου.
Σε φιλώ θερμά
Ίντα Μύλλερ.
Στις απλές αυτές γραμμές της ε­πιστολής της Ίντας βλέπω όλο το πόνο της αγνής κόρης που είνε α­πελπισμένη, ότι μπορεί να γίνω μιά μέρα αποκλειστικά δικός της, συγ­χρόνως αφήνει όλο το σπαραγμό να ξεσπάση στις λίγες φράσεις : «Θα σ' αγαπώ και ας μη το θέλης εσύ».
Ένας λόγος ακόμη που με έκανε να βιάζωμαι να ξανανεβώ στο αερο­πλάνο μου είνε και αυτός, θάθελα πολύ γρήγορα να πετάξω επάνω α­πό το χωριουδάκι της Ίντας και να προσγειωθώ ακόμη εκεί για να της δώσω λίγες στιγμές χαράς.
..................................................................................................


Αι ημέρες περνούν, είμαι τελείως καλά. 'Ενα τηλεγράφημα του Χάϊντερ έρχεται. Μου το επιδίδουν. Ευ­τυχώς, ότι η μητέρα μου δέν είνε παρούσα. Το διαβάζω. Οι Γερμανοί αεροπόροι ήρχισαν να χάνουν την ορμητικότητα των, όπως λέγει το τηλεγράφημα και είνε αναγκαία η παρουσία μου. Ντύνομαι γρήγορα τη στολή μου και περιμένω να έλθη η μητέρα μου. Δεν θα μείνω πλέ­ον ούτε λεπτόν. Θα φύγω.
Μετ' ολίγον καταφθάνει η μητέ­ρα μου. Με είδε ντυμένον με την στολή μου και κατεπλάγη.
— Πώς έτσι, Μάνφρεντ ;
— Είνε ανάγκη να φύγω, μητε­ρούλα !
— Και πού πρόκειται να πας ;
— Δυστυχώς για σένα, μητερούλα, θα φύγω για το μέτωπο.
Τα μάτια της εβούρκωσαν, αλλά συνεκρατήθη δια να δείξη την υπε­ρηφάνειαν της.
—Γιατί δυστυχώς ; Αν είνε ανάγ­κη να φύγης, να πας στο καλό και με την ευχή μου. Οι γιατροί μόνο που θα ανησυχήσουν.
— Θα βρης μια δικαιολογία, μη­τερούλα, να τους πης, ώστε να προ­λάβω να πάω να θεωρήσω το φύλ­λο της αναχωρήσεως μου. Έπειτα, ας με ζητούνε.
—Μείνε ήσυχος γι' αυτό. Θα τους πω ότι επήγες ένα μικρό περίπατο έως το πάρκο και ότι θα γυρίσης το μεσημέρι.
—Μπράβο, μητερουλα. Αυτό θα πης.
Γερμανικό καταδιωκτικό σε δράση
(Πίνακας του G.H Davis που βρίσκεται στο
Βρετανικό Αυτοκρατορικό Μουσείο)
Την ενηγκαλίσθην με αφάνταστον σπαραγμόν, αλλά συνεκρατήθην δια να μη δείξω την συγκινησίν μου. Α­πό τα μάτια της έτρεχαν θερμά δά­κρυα ενώ με φιλούσε. Η σιωπηλή αυτή στιγμή διήρκεσεν αρκετά λε­πτά της ώρας. Όταν έφυγα, εβγήκε έως την έξοδον του σπιτιού δια να με αποχαιρετίση .
Ένα αυτοκίνητον με μετέφερεν εις την διεύθυναιν στρατιωτικών απο­στολών. Εισήλθον αμέσως εις τα γραφεία και εζήτησα τον αξιωματικόν της υπηρεσίας. Με είσήγαγον αμέσως εις το γραφείον του και του είπον τον σκοπόν της επισκέψεως μου, αφού του εδήλωσα την ταυτό­τητά μου. Ηγέρθη με σεβασμόν και μου προσέφερε κάθισμα.
—Δεν είνε καιρός δι' αργοπορί­ας, κύριε υπολοχαγέ.
—Είμαι έτοιμος να εκτελέσω τας διαταγάς σας, κ. ταγματάρχα.
—Πρέπει να θεωρήσετε το φύλλον μου αμέσως και να εξευρεθή τρόπος να αναχωρήσω, αν είνε δυ­νατόν, αυτήν την στιγμήν.
— Το φύλλον σας δεν το θεωρήσαμεν αμέσως, αλλά δια να αναχωρή­σετε αμέσως, θα είνε πολύ δύσκο­λον. Η αποστολή δια το μέτωπον θα γίνη αύριον.
—Δεν έχω καιρόν. Πρέπει να φύγω αμέσως.
—Απολύτως αδύνατον.
—Η αεροπορική βάσις δεν υπά­γεται εις την Διεύθυνσίν σας, προκειμένου περί μεταφορών ;
—Βεβαίως. Όσον αφορά δηλαδή την αποστολή αεροπλάνων.
—Τότε θεωρήσετε το φύλλον μου με αναχώρησιν ενός αεροπλάνου.
—Είνε ζήτημα αν εις το αεροδρόμιον υπάρχουν τώρα αεροπλάνα. Έ­χουν φύγει περίπου όλα.
—Ζητήσατε τηλεφωνικώς να πληροφορηθήτε σχετικώς.
Ετηλεφώνησεν. Υπάρχουν ακόμη δύο εκπαιδευτικά, δια τα οποία ό­μως δεν υπάρχουν πιλότοι.
— Θα πιλοτάρω μόνος μου..
—Τότε παραλάβετε το φύλλον σας και μεταβήτε εις το αεροδρό­μιον. Εγώ θα τηλεφωνήσω εν τω μεταξύ, να ετοιμάσουν το αεροπλάνον και να το εφοδιάσουν με αρκε­τήν ποσότητα βενζίνης.
Μετά δέκα λεπτά της ώρας ευρισκόμην εις το αεροδρόμιον. Με α­νέμενεν όλον το προσωπικόν, το ο­ποίον μόλις με είδεν, εξέσπασεν εις ζητωκραυγάς. Ο διοικητής με εχαιρέτισε και με συνεχάρη, μου παρέ­σχε δε την πληροφορίαν ότι το αεροπλάνον δεν είνε δυνατόν να είνε έτοιμον προ της παρελεύσεως ημι­σείας ώρας.
Επελήφθη μόνος του της προε­τοιμασίας και αυτός το εδοκίμασε. Ενεδύθην με αεροπορικήν φόρμαν και επέβην του αεροπλάνου. Η μη­χανή ήρχισε να εργάζεται κανονι­κώς και μετ' όλίγην ώραν ήμην εις τον αέρα. Έκαμα ένα κύκλον υπέρ το Βερολίνον και κατόπιν κατηυθύνθην προς την βάσιν μου.
Η πτήσις διήρκεσεν επί δύο περί­που ώρας, όταν εις τον βάθος διέ­κρινα την έκτασιν απογειώσεως και προσγειώσεως.
Πετώ προς τα εκεί. Διαγράφω με­ρικούς κύκλους δια να δώσουν σημείον κατευθύνσεως του ανέμου δια να επιτύχω κανονικήν προγείωσιν. Αργούν να φάνουν. Κατέρχομαι πο­λύ δια να τους συγκινήσω. Επί τέ­λους μου δίδουν σημείον και προσγειούμαι. Οι σκοποί της βάσεως προχωρούν προς το αεροπλάνον μου. Από μακράν βλέπω τον διοικητήν μαζί με δύο αξιωματικούς να προχωρούν προς το μέρος μου. Δεν με έχουν αντιληφθή ακόμα. Πληρο­φορούνται ότι είμαι εγώ από την κραυγήν εκπλήξεως ενός σκοπού.
— O Ριχτχόφεν ήλθε.
Όλοι σπεύδουν να με ιδούν. Ο  διοικητής με εναγκαλίζεται και με κατασπάζεται. Ο Χάϊντερ δεν δύνα­ται να συγκράτηση τα δάκρυα του. Όλοι οι αξιωματικοί είνε κατασυγ­κινημένοι δια την παρουσίαν μου. Ο διοικητής με ερωτά δια την υγείαν μου. Τον καθησυχάζω λέγων ότι εί­μαι απολύτως καλά και εις την διάθεσίν του. Επεμβαίνει ο Χάϊντερ.
—Εγώ σας τον έφερα με το τη­λεγράφημα μου.
—Δηλαδή τί έκαμες ; τον ερωτά ο διοικητής.
—Του ετηλεγράφησα ότι ανυπομο­νούμεν να τον ίδωμεν μεταξύ μας και νάτος που ήλθε.
Απαντώ εγώ.
—Η αλήθεια είνε ότι σας ενο­στάλγησα όλους, αλλά το τηλεγράφημα του Χάϊντερ μου επηύξησε την επιθυμίαν να γυρίσω κοντά σας.
Από τον ενθουσιασμόν των δεν επρόσεξαν ότι είχα πένθος εις τον αριστερόν μου βραχίονα. Το επρόσεξε μόνον ένας ανθυπολοχαγός, ο οποί­ος συνεσταλμένος με ερωτά :
—Τί σημαίνει, κύριε ταγματάρχα, το πένθος ;
— Ο αδελφός μου...
—Εφονεύθη μήπως ; ερωτά ο δι­οικητής.
—Μάλιστα, κύριε διοικητά. Είμαι όμως ικανοποιημένος, διότι έπεσε σαν πραγματικός Γερμανός.
Με συνελυπήθησαν όλοι και κατό­πιν μαζί με τον Χάϊντερ και τον διοικητήν κατηυθύνθημεν εις το γραφείον.
Τον ηρώτησα δια την κατάστασιν του μετώπου. Με επληροφόρησεν ό­τι την πρωΐαν της επομένης εσχεδιάζετο η ανύψωσις τριών σμηνών Γερμανικών αεροπλάνων.
—Εμένα με υπολογίσατε ;
—Όχι βεβαίως.
—Τότε σας παρακαλώ να με γρά­ψετε εις την κατάστασιν.
—Αυτό εξυπακούεται, κύριε ταγ­ματάρχα.
—Πάντως η προσβολή πρέπει να είνε κεραυνοβόλος. Πρέπει να πλη­ροφορηθούν οι φίλοι μου οι Γάλλοι ότι ανεστήθην από τον τάφον, εις τον οποίον με έστειλαν με τας περιγραφάς των εις τας εφημερίδας των.
—Έγραψαν ότι κατερρίφθητε ;
—Βεβαίως. Περιέγραψαν μάλι­στα δια μακρών τα της πτώσεως μου και του θανάτου μου και ότι επολέμησα δειλότατα.
—Αυτά υπερβαίνει τα όρια της θρασύτητος.
—Δια τον λόγον αυτόν μόνος μου θα επιχειρήσω μετ' ολίγην ώραν μί­αν μικράν επίσκεψιν επάνω από την Γαλλικήν βάσιν.
—Πρέπει να σας συνοδεύση κά­ποιος.
— Όχι. Σας παρακαλώ πολύ μό­νον να επιθεωρηθή τό άεροπλάνον μου και τά πολυβόλα του. Ίσως παραστή ανάγκη νά διασκεδάσω ο­λίγον με τους φίλους μου.
—Να μη διακινδυνεύσετε μόνος σας, διότι ήλθον και Άγγλοι εις το μέτωπον, οι οποίοι είνε εξ ίσου τολμηροί, όπως και οι Γερμανοί.
—Θα χαρώ εξαιρετικά αν τους αντιμετωπίσω, διότι θα έχω να κά­μω με πραγματικούς ιππότας αντιπάλους.
Μετ' ολίγην ώραν ο μηχανικός με ειδοποίησεν ότι το αεροπλάνον είνε καθ' όλα εντάξει.
Προς το μέρος του τραύματος ησθανόμην ένα ελαφρόν πόνον, αλλά το απέκρυψα. Έπρεπε πάση θυσία να εκτελέσω την πτήσιν αυτήν.
Απεγειώθην υπό τας ζητωκραυγάς των συναδέλφων μου και επροχώρησα προς το μέτωπον. Μετά μί­αν ώραν ευρισκόμην επάνω από τας Γερμανικάς γραμμάς, αι οποίαι είχον προωθηθή πολύ, αφ' ης εγώ ετραυματίσθην. Έκαμα μερικούς ε­λιγμούς. Το αεροπλάνον μου ήτο γνώριμον εις τους στρατιώτας, τους οποίους είδα να εξέρχονται από τα χαρακώματα των και να με χαιρε­τούν με τα κράνη των.

Εμείωσα το ύψος και έκαμα με­ρικά ακροβατικά δια να πεισθούν ότι είμαι εγώ. Το θέαμα των αλλο­φρόνων στρατιωτών ήτο εκτάκτως συγκινητικόν.
Μετά τινας ακόμη ελιγμούς επροχώρησα προς τας εχθρικάς γραμ­μάς.

Ησθάνθην έντονώτερον τους νυγ­μούς εις το μέρος του τραύματος. Δια παν ενδεχόμενον επήρα αρκετόν ύψος και επροχώρησα.
Ήδη το αεροπλάνον μου ευρίσκεται άνωθεν των Γαλλικών κατασκη­νώσεων. Εν τη βία μου να αναχω­ρήσω ελησμόνησα να δώσω εντολήν να εφοδιάσουν το αεροπλάνον μου και με τρεις οβίδας. Τοιουτοτρόπως οι φίλοι μου οι Γάλλοι απέφυγον την λήψιν του... επισκεπτηρίου μου.
Από τας κινήσεις που διέκρινα, φαίνεται ότι ετοιμάζονται να κατευ­θύνουν εναντίον μου τα αντιαεροπο­ρικά. Δεν τους δίδω τον καιρόν να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς των, διότι τρέπομαι προς δυσμάς.
Προχωρώ και ανερευνώ δια την ανακάλυψιν της νέας αεροπορικής των βάσεως.
Επί τέλους την ανακαλύπτω. Πα­ρατηρώ εξαιρετικήν κίνησιν κάτω. Ετοιμάζονται να ανυψωθούν. Είνε εκτός αμφιβολίας, ότι ειδοποιήθησαν (64) από τας γραμμάς των περί της εμφανίσεως μου.
Δεν πρέπει να τους αφήσω να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς των , διότι, ο κίνδυνος είνε άμεσος. Ελίσσομαι υπέρ την βάσιν των παρά τον κίνδυνον να βληθώ δι' όπλων. Έχω εμπιστοσύνην εις τον πανικόν των, ο οποιος ασφαλώς εδημιουργήθη από την εμφάνισίν μου.
Ήδη ευρίσκομαι εις τα τετρακόσια μέτρα, θέτω εις ενέργειαν το δεξιόν πολυβόλον, με κάννην καθέτως προς τα κάτω. Ό,τι ανέμενον έγινε. Πανικός αφάνταστος. Αφήκαν τα αεροσκάφη εκτεθειμένα και εκρύβησαν εις τα υπόστεγα. Με μεθά η Ιδέα να κατεξευτελίσω τους υβριστάς μου και επιχειρώ το επικινδυνωδέστερον πράγμα το οποίον καθ' όλον το άεροπορικόν μου στάδιον εσημείωσα. Ευτυχώς έχουν αφήση τον ανεμοδέκτην και κατευθύνομαι προς την αντίθετον φοράν του αέρος. Η μηχανή μου εργάζεται καλά. Με ένα χειρισμόν επιτυγχάνω ορμητικήν προσγείωσιν και αμέσως απογείωσιν.
Μόλις με είδαν να κατέρχωμαι, φαίνεται ότι υπέθεσαν ότι επαθον βλάβην και έσπευσαν προς το μέρος εις το οποίον θα προσεγειούμην. Απεγοητεύθησαν όμως όταν με είδον και πάλιν να απογειούμαι.
Ανέρχομαι αστραπιαίως εις ύψος χιλίων μέτρων, ελίσσομαι υπέρ την βάσιν και υπό το καταιγιστικόν πυρ των τυφεκίων αναχωρώ προς τας Γερμανικάς γραμμάς.
Από την συγκίνησιν, η οποία με κατέλαβε κατά την ώραν της ορμητικής προσγειώσεως και ταυτοχρόνου  απογειώσεως, ελησμόνησα το τραύμα μου. Τώρα που πετώ κανονικώς, αισθάνομαι νυγμούς ισχυροτέρους και μίαν ελαφράν σκοτοδίνην.
Συγκρατώ τας δυνάμεις μου μέχρις ότου φθάσω εις τας Γερμανικάς γραμμάς. Δίδω εις την μηχανήν μου όλας τας στροφάς. Δια να επιτύχω να δώσω όλην την ταχύτητα έκυψα ολίγον προς το μέρος, όπου ο χειρισμός του γκαζιού. Αυτό ήτο. Ο πόνος έπαυσεν αυτομάτως. Όπως ανεκάλυψα κατόπιν ο μεταλλικός κρίκος προσδέσεωςτου αλεξιπτώτου είχε θίξει το μέρος του τραύματος και με επίεζε.
Συνήλθα. Εκύτταξα την ώραν Είχον καιρόν μέχρι της δύσεως του ηλίου. Έπρεπε να εκτελέσω μίαν υποχρέωσιν συνειδήσεως, την οποίαν είχον. Να πετάξω δηλαδή επάνω από το μικρό χωριουδάκι της Ίντας Μύλλερ.
Δια να μη ανησυχήσουν εις την βάσιν, τους εκάλεσα δια του ασυρμάτου και τους ειδοποίησα ότι επιστρέφω σώος και αβλαβής, αλλά ότι θα αργήσω ακόμη περίπου δύο ώρας, ή αν δεν προφθάσω να γυρίσω με την δύσιν του ηλίου να πετάξουν το πρωΐ επάνω από το χωριό που γνωρίζει ο Χάϊντερ, ότε προσεγειώθην προ καιρού αναγκαστικώς.
Κατηυθύνθην κατόπιν προς το χωρίον της Ίντας. Μετ' ολίγον διακρίνω το μικρόν δάσος, όπου έκρυψα το αεροπλάνον μου. Προχωρώ. Ιδού και το μικρόν χωρίον. Φθάνω Κάμνω μερικούς ελιγμούς υπεράνω του χωρίου. Μειώνω το ύψος μόλις εις εκατόν μέτρα, όταν έφθασα επάνω από το σπίτι της Ίντας. Έχω προσηλωμένα τα βλέμματα προς τα κάτω. Προσπαθώ να την ανακαλύψω. Έχει συγκεντρωθή πολύς κόσμος και με χαιρετά. Τώρα βλέπω καλά το σπίτι της Ίντας.
Έπειτα από μερικούς ελιγμούς ακόμη πετώ προς ανεύρεσιν αναπεπταμένου χώρου δια να προσγειωθώ. Έξω από το μικρό χωριό και εις μικράν απόστασιν διακρίνω μεγάλην έκτασιν πρασιάς. Την διεύθυνσιν του ανέμου την αντιλαμβάνομαι από τας κλίσεις των δένδρων.
Προσγειούμαι. Καθηλώνω το αεροπλάνον μου εις το μέρος εκείνο. Εν τω μεταξύ βλέπω να τρέχουν προς το μέρος μου πολλοί άνθρωποι. Όσω πλησιάζουν διακρίνω μίαν νέαν, η οποία προηγείται τρέχουσα. Μόλις με βλέπει ταχύνει τα βήμα της. Τρέχει σαν δαιμονισμένη. Κατάκοπος φθάνει και με αγκαλιάζει Δεν ημπορεί να προφέρη ούτε λέξιν. Από τα μάτια της τρέχουν δάκρυα. Το συμπαθητικώτατο προσωπάκι της λάμπει από χαράν. Καταφθάνουν και άλλοι κάτοικοι, οι οποίοι ζητωκραυγάζουν. Γνωρίζουν όλοι  το όνομά μου. Αναμφιβόλως το έχει ανακοινώσει η Ίντα. Σφίγγω το χέρι όσων προφθάνω, διότι εν τω μεταξύ ανηρπάγην από τους ζωηροτέρους. Εν θριάμβω με οδηγούν εις το χωρίον των,
εις την είσοδον του οποίου αναμένει πλήθος ανθρώπων με επί  κεφαλής τον γέρο Μύλλερ, ο οποίος μου προσφέρει μίαν ανθοδέσμην και με ασπάζεται.
Η στιγμή είνε εξαιρετικώς συγκινητική. Ανταποδίδω τον ασπασμόν εις τον γέρο Μύλλερ, ο οποίος, υπερήφανος δια την φιλίαν που έχει μαζί μου, απευθυνόμενος προς τους χωρικούς, λέγει :
«Αυτός εδώ που βλέπετε είνε το παλληκάρι μας ο Ριχτχόφεν, πού νικάει και τον Χάρο ακόμα. Κάποτε, όταν εδώ μέσα ήσαν οι φράγκοι, έπεσε με το αεροπλάνο του έξω, μ,ακρυά.    Εγώ τον έκρυψα και υστέρα τον εβοήθησα μαζί με την κόρη μου να φύγη. Έχω το δικαίωμα τώρα να τον θεωρώ φίλο μου αδελφικό και σας ρωτώ αν έχετε αντίρρησι να μετονομάσουμε το χωριό μας. Να το ειπούμε «χωριό του Ριχτχόφεν».
Όλοι οι κάτοικοι εζητωκραύγαζαν και εχειροκρότουν. Η συγκίνησις μου κατεπλημμύριζε την ψυχήν. Τους ευχαριστώ δια την τιμήν και τους λέγω :
— Αν δεν υπήρχε ο γέρο Μύλλερ και η κόρη του, η χαριτωμένη Ίντα , ασφαλώς δεν θάμουνα σήμερα στη ζωή. Με τη βοήθεια τους επέτυχα να φύγω σώος και άβλαβης για τας γερμανικάς γραμμάς. Είχα την υποχρέωσι να κάμω την επίσκεψι αυτή, τώρα που σας ελευθέρωσαν οι Γερμανοί στρατιώται, διότι δεν ξέρω τι μπορεί να μου συμβή αύριο.
—Θα ζήσης χίλια χρόνια ! Όλη η Γερμανία εύχεται για την υγεία σου, Ριχτχόφεν ! Μη φοβάσαι.
Η Ίντα είνε κοντά μου και μου σφίγγει το χέρι. Σε μια στιγμή βλέπει το πένθος και με ρωτά :
—Τί έπαθες και φοράς πένθος ;
—Ο αδελφός μου, Ίντα, σκοτώθηκε.
Έμεινεν άφωνη. Η λύπη εζωγραφίσθη εις το πρόσωπο της. Πονούσε, σαν να έπαθε ο δικός της αδελφός. Την εκύτταξα στα μάτια, που ήσαν πλημμυρισμένα από δάκρυα, και της είπα :
— Σ' ευχαριστώ, Ίντα, για τον πόνο σου. Αυτό με ανακουφίζει. Πρέπει να ξέρης ότι ο αδελφός μου έπεσε σαν πραγματικός ήρωας.
Εδήλωσα εις τους συγκεντρωμένους ότι θα έφευγα έπειτα από λίγο δια να κατορθώσω να φθάσω προ δύσεως του ηλίου εις την βάσιν μου.
—Αυτή τη φορά δεν θα φύγης, Ριχτχόφεν. Αν ξέφυγες από τους Γάλλους, από μας δεν θ' αποφυγής την αιχμαλωσία.
—Δηλαδή θέλετε δια της βίας να με κρατήσετε ;
—Και βέβαια θα σε κρατήσουμε. Απόψε το χωριό μας θσ πανηγυρίση για τον ερχομό σου και την τιμή που μας έκαμες.
Εκύτταξα την Ίντα. Το βλέμμα της ήταν παρακλητικό, σε σημείο που με ηνάγκασε να πω :
—Ε ! λοιπόν, θα μείνω, αφού το θέλετε, καλοί μου χωριανοί. Σας λέγω χωριανούς, γιατί είσθε κάτοικοι του χωριού μου !...
Με εσήκωσαν στα χέρια και με οδήγησαν εις το σπίτι του γέρο Μύλλερ.
H Ίντα έλαμπεν ολόκληρη από χαρά. Σε μιά στιγμή με επλησίασε και μου είπε:
—Έλαβες το γράμμα μου;
—Ναι. Ίντα. Γι' αυτό τον λόγον ήλθα στο χωριό σου. Για να σε δω γιατί δεν ξέρω αύριο αν θα είμαι ζωντανός.
—Τώρα δεν μπορώ να σου πω τίποτε, θέλω να μείνουμε μόνοι. Σου λέγω μοναχά ότι αν μάθω πως έπαθες κακό, θα πεθάνω την ίδια ώρα.
—Αργότερα θα τα πούμε.
—Για να μείνουμε μόνοι θα πη ότι θέλεις να μου υπαγορεύσης να γράψω κάποιο έγγραφο.
—Είσαι διάβολος, Ίντα.
—Δεν είμαι τίποτα Μάρφρεντ. Είμαι μια γυναίκα που αγαπά τρελλά.
Διεκόψαμεν την συζήτησιν διότι ο κόσμος ανυπομονούσε να με δη στον εξώστη. Ο γέρο Μύλλερ με πήρε από το μπράτσο και με ωδήγησε στον εξώστη και αποτεινόμενος προς τους συγχωρίους τους είπε:
—Καμαρώστε τον όλοι σας .Χορτάστε τον και ζωγραφίστε την μορφή του στην καρδιά σας. Αύριο θα μας φύγη και ίσως περάση πολύς καιρός να τον ξαναδούμε...
Όλοι ζητωκραυγάζουν. Ακούω διάφορα κοσμικά επίθετα. Ο γέρο Μύλλερ δηλοί ότι είμαι κουρασμένος και πρέπει να αναπαυθώ. Κάποιος φωνάζει:
— Από πού ήλθες, Ριχτχόφεν;
— Σε είδαμε να έρχεσαι από το γαλλικό;
Δέν ημπορώ να αποφύγω την απάντησι.
—Πράγματι έρχομαι από τας γαλλικάς γραμμάς. Οι άσπονδοι οι φίλοι μου οι Γάλλοι διέδωσαν ότι με έρριψαν και με εσκότωσαν. Επήγα λοιπόν κι' εγώ εις το αεροδρόμιόν τους και προσεγειώθην μάλιστα, απογειωθείς αμέσως, δια να δουν ότι είμαι ζωντανός και ότι δεν είνε εύκολον να με σκοτώσουν.
Η ανακοίνωσίς μου αυτή τους ηλεκτρίζει. Μαίνονται από ενθουσιασμόν. Αι εκδηλώσεις αύται εσυνεχίσθησαν επί πολλήν ώραν.
Έπεσα να κοιμηθώ για λίγες ώρες διότι προέβλεπα ότι με τας νυκτερινάς εκδηλώσεις που μου προητοίμαζαν, δεν θα ημπορούσα να κοιμηθώ. Η Ίντα ευρήκε την ευκαιρία να μείνη μόνη μαζί μου και με αγκάλιασε και με φιλούσε με παραφορά................................................................................
Όταν εξύπνησα ήτο περίπου δεκάτη νυκτερινή. Έξω από το σπίτι του γέρο Μύλλερ ήτο συγκεντρωμένο όλο το χωριό. Η Ίντα μόλις εξύπνησα μου ανεκοίνωσεν ότι στο μοναδικό καφενείο του χωριού οργανώθηκε χορός προς τιμήν μου και έπρεπε να πάω. Της το υπεσχέθην.
— Και δεν θα χορέψης με καμμιάν άλλη.
— Αυτό που λες Ίντα είνε πολύ εγωϊστικό.
— Αν σε παρακαλέσω;
— Δεν σου το υπόσχομαι. Πάντως θα προσπαθήσω.
Έφαγα κάτι προχείρως και μετέβην εις το καφενείον όπου με ανέμενον νέαι εκδηλώσεις και ζητωκραυγαί. Με το χορό και με τα διάφορα παιγνίδια που έκαναν οι χωρικοί η ώρα πέρασε. Κυττάζω το ρολόγι μου. Είνε μία μετά τα μεσάνυκτα. Είνε όμως αδύνατον να φύγω.
Εις μίαν στιγμήν ένας μικρός εισέρχεται εις το καφενείον τρέχων. Με αναζητεί και φωνάζει:
—Πού είνε ο Ριχτχόφεν. Είναι ανάγκη να τον ιδώ αμέσως.
Ανησύχησα.
Έφώναξα κοντά μου τον μικρόν ο οποίος μόλις με επλησίασεν τρέμων μου είπε:
— Γάλλοι, κύριε, Γάλλοι...
— Πού παιδί μου, πού τους είδες;
— Με τα αεροπλάνα. Εΐνε επάνω από το χωριό.
— Είνε πολλοί;
— Εγώ είδα τέσσαρα.
Εγκατέλειψα τήν αίθουσα .

Έσπευσα έξω. Πράγματι εις ύψος πολύ μεγάλο επετούσαν τέσσαρα αεροπλάνα με κατεύθυνσιν εκ του γαλλικού εδάφους προς τας γερμανικάς γραμμάς. Μαζί μου εξήλθον πολλοί χωρικοί και ο γέρο Μύλλερ με την Ίντα , η οποία ήτο κατατρομαγμένη.
Ήλθε κοντά μου και με ηρώτησε ανήσυχη.
—Τί συμβαίνει Μάνφρεντ;
—Οι Γάλλοι φαίνεται, ότι θέλουν να μου ανταποδώσουν την επίσκεψη που τους έκαμα εις την βάσιν των επιχειρούν αιφνιδιασμόν κατά των θέσεων μας.
— Και τι θα γίνη τώρα;
— Θα πάω να τους συναντήσω να τους απαλλάξω να κάμουν όλον τον κόπον να φθάσουν έως την βάσι. Άλλως τε' δεν θέλω να ανησυχήσουν οι συνάδελφοι.
—Και θα φύγης, Μάνφρεντ ;
—Βεβαίως, Ίντα. Σου υπόσχομαι όμως αύριο το πρωΐ να επιστρέψω μαζί με τους συναδέλφους μου επάνω από το χωριουδάκι σου.
—Φοβούμαι, Μάνφρεντ, για σένα.
—Δέν υπάρχει κανείς λόγος. Αύριο που θα με ιδής θα ησυχάσης.
Με συνώδευσεν έως το αεροπλάνο μου. Εφρόντισα να επιθεωρήσω πρώτα την μηχανήν και να εφοδιάσω καλά τα πολυβόλα μου δια την ενδεχομένην νυκτερινήν περιπέτειαν.
Υπό τας ζητωκραυγάς των ενθουσιωδών χωρικών απεγειώθην. 'Ανυψώθην τάχιστα και έλαβον την κατεύθυνσιν των εχθρικών
Επί αρκετήν ώραν ανερευνώ τον ορίζοντα δια να τους ανακαλύψω. Έχουν προχωρήσει όμως πολύ.
Υπολογίζω ότι θα τους φθάσω αν εξουδετερώσω την αντίδρασιν του αέρος δια του ύψους. Ανέρχομαι πολύ ψηλά Αισθάνομαι το ψύχος να μου διαπερά το σώμα. Πρέπει όμως να φθάσω...
Επί τέλους
Ιδού αυτοί. Πετοΰν ανεπτυγμένοι απ' αλλήλων περί τα πεντακόσια μέτρα. Χαιρεκακώ με τον τρόμον που θα λάβουν όταν με ίδουν.
Τους πλησιάζω και έρχομαι εις το ίδιον ύψος με αυτούς. Είμαι πολύ κοντά τους. Το να τους βάλλω εκ των νώτων το θεωρώ δολοφονίαν.Εις την μέθοδον αυτήν δεν είνε συνηθισμένοι οι Γερμανοί. Πρέπει να είνε αντιμέτωποι. Με ένα χειρισμόν ευρίσκομαι προπορευόμενος και με άλλην στροφήν είμαι αντιμέτωπος των.
Έχουν πανικοβληθή. Δεν περίμεναν την παρουσίαν μου.
Ανασυντάσσονται όταν βλέπουν ότι είμαι μόνος μου και βάλλουν συγκετρωμένα πυρά εναντίον μου.
Καιρός να απαντήσω. Το αριστερόν πολυβόλον μου δίδει μίαν απάντησιν εις την πρόκλησιν των Γάλλων, όχι ενθαρρυντικήν δι' αυτούς.
Ελίσσονται δια να με θέσουν εις κλοιόν. .Αντιλαμβάνομαι η προσπάθειάν των και επιτυγχάνω απότομον πτώσιν. Διευθύνω το δεξιόν πολυβόλον καθέτως προς τα επάνω και το στρέφω τοξοειδώς, ώστε η ριπή πλήξη και τους τέσσαρας.
Αποτυχία.
Διαφεύγουν. Τώρα διατρέχω εγώ τον κίνδυνον να βληθώ. Φαίνεται ότι οι αντίπαλοι μου είνε καλά πεπειραμένοι και με έχουν αντιμετωπίσει και άλλοτε.
Εις ενέργειαν η ορμητικότης. Απομακρύνομαι ταχύτατα προς τα εμπρός. Δεν προφθάνουν να με καταδιώξουν και είμαι αντιμέτωπος των πάλιν.
Αυτήν την φοράν έχω την απόφασιν να μη μείνω άπρακτος. Κάποιος πρέπει να πλήρωση την θρασύτητα και την ανανδρίαν να ενεργήσουν νυκτερινόν αιφνιδιασμόν.
Το αριστερόν πολυβόλον μου εργάζεται. Εξαντλείται η ταινία. Εις χρήσιν το δεξιόν πολυβόλον και συγχρόνως στροφή δια να μη δώσω στόχον. Επαναλαμβάνω την βολήν. Βάλλομαι λυσσωδώς οπό όλας τος πλευράς. Μαντεύω ότι μερικαί σφαίραι εύρον τα πτερύγια. Αυτό με κάνει έξω φρενών. Πρέπει να τελειώνω με τους κυρίους αυτούς.
Ορμώ εις το μέσον του κλοιού των. Κρίσιμος στιγμή. Αν διατηρήσουν την ψυχραιμίαν των, δεν είνε δυνατόν παρά να επιτύχουν αι βολαί των. Ευτυχώς δι' εμέ τους κατέλαβε πανικός. Ευκαιρία. Συντονίζω πυρά εναντίον του μεσαίου. Το αεροπλάνον του κλονίζεται. Έχει βληθή αναμφιβόλως ο πιλότος του και ο παρατηρητής του. Αναποδογυρίζει.Πίπτει εις δίνην καί εξαφανίζεται προς τα κάτω.
Εναντίον των άλλων τώρα. Φεύγουν πανικοβληθέντες. Τους καταδιώκω βάλλων συνεχώς. Εις τον πανικόν των μου δίδουν στόχον. Κάποιο επέτυχα εις την μηχανήν του διότι το βλέπω να συστρέφεται. θέλει να προσγειωθή κει αναζητεί έκτασιν. Τον αφήνω εις την αγωνίαν του και σπεύδω προς καταδίωξιν των άλλων.
Βλέπω προς τόν δείκτην της βενζίνης. Έχει εξαντληθή. Μόλις και μετά βίας θα κατορθώσω να προσγειωθώ εις την βάσιν μου. Σπεύδω προς τα εκεί.
Οι προβολείς με αναζητούν. Βλέπω τα φώτα των και αναπνέω. Ήδη με περιβάλλουν και με κατευθύνουν προς την βάσιν.
Εις μίαν στιγμήν το φως αποσπάται από το αεροπλάνον και λαμβάνει βορειοδυτικήν κατεύθυνσιν.
Μου δεικνύουν την φοράν του άνεμου.
Κατέρχομαι και προσγειούμαι ομαλώτατα. Σπεύδει ο διοικητής και οι αξιωματικοί οι οποίοι μόλις με βλέπουν εκφράζουν όλην την χαράν των δια την επάνοδόν μου. Ο διοικητής μου λέγει:
— Ανησυχήσαμε , διότι αργήσατε , η ανησυχία μας δε έγινε αγωνία από την στιγμήν που μας επληροφόρησαν ότι κάποια αερομαχία γίνεται εδώ κοντά.
— Ποιός σας επληροφόρησε;
—Ένα φυλάκιον που απέχει από δω περί τα είκοσι χιλιόμετρα.
— Ώστε καλά επρόλαβα λοιπόν.
—Δηλαδή τί συνέβη;
—Οι φίλοι μας οι Γάλλοι επεχείρησαν νυκτερινόν αιφνιδιασμόν κατά της βάσεώς μας.
—Πώς το ξεύρετε εσείς;
—Τους αντιμετώπισα αρκετά επιτυχώς.
—Και πού είναι τώρα;
—Tο ένα από τα τέσσαρα αεροπλάνα κατερρίφθη. Εν άλλο προσεγειώθη αναγκαστικώς και τα υπόλοιπα ετράπησαν εις φυγήν .
— Δηλαδή είχατε περιπέτειαν ;
— Ευτυχώς χωρίς συνεπείας.
Εξήγησα εν συνεχεία όλας τας λεπτομερείας της περιπετείας αυτής και προσέθεσα:
-—Μετά δύο ώρας απογειούμεθα .Πρέπει να είσθε όλοι έτοιμοι.
Ο διοικητής παρεμβαίνει :
—Θα είνε εντελώς άσκοπος η πτήσις μετά το νυκτερινόν πάθημα των Γάλλων. Θα είνε αρκετός ο πανικός που εδημιουργήθη μεταξύ των Γάλλων αεροπόρων .
-—Δεν συμφωνώ μαζί σας , κύριε Διοικητά.Μία νέα επιδρομή θα εντείνη τον πανικόν και θα μας απαλλάξη δια πολύν καιρόν από μελλοντικάς ενοχλήσεις εκ μέρους των Γάλλων.
—Είνε και αυτή μία άποψις αλλά όχι σήμερον. Αφήστε να παρέλθουν δύο ημέραι και τότε επιχειρούμεν την πτήσιν.
—Εγώ διετύπωσα μίαν άποψιν .Εαν διαφωνήτε , δεν έχω παρά να υπακούσω εις τας διαταγάς σας.
—Αυτήν την φοράν, κύριε ταγματάρχα, να μου επιτρέψετε να ενδιαφερθώ εγώ δια την υγείαν σας, την οποίαν εσείς περιφρονείτε.
—Αν είνε αυτός ο λόγος σας πληροφορώ ότι είμαι πολύ καλά εις την υγείαν μου , έχω δε την διάθεσιν να μείνω άυπνος δύο νύκτας ακόμη.
—Οχι κύριε ταγματάρχα.Έχω τον λόγον μου που θέλω να μη γίνη η πτήσις αυτή.Μου το συνέστησαν οι άνθρωποι οι οποίοι ενδιαφέρονται να αποκατασταθή πλήρως η υγεία σας.
—Και ποίοι είναι αυτοί οι άγνωστοί μου προστάται άγγελοι;
—Ο διευθυντής του Νοσοκομείου, όπου ενοσηλεύησο και οι θεράποντες ιατροί σου. Όλοι αυτοί και κάποιος άλλος ακόμη που θα συνομιλήση μαζί σου τηλεφωνικώς !
—Καλά όλοι οι άλλοι. Αυτός ο μυστηριώδης προστάτης μου ποιός είνε;
—Δεν ημπορώ ή μάλλον δεν έχω δικαίωμα να τον αποκαλύψω.
—Ίσως καμμιά γυναίκα.
Ο Διοικητής δεν απήντησεν. Η σιωπή του ήτο επιβεβαίωσις της υπονοίας μου ότι κάποια γυναίκα ενδιεφέρετο διά την υγείαν μου και αυτή δεν ήτο δυνατόν να είνε άλλη από την Ερριέτταν.
Έπεσα και εκοιμήθηκα.Παρ' όλους τους ισχυρισμούς μου ότι δεν ήμην κουρασμένος , ήμην κατάκοπος και ο ύπνος ήλθε αμέσως δια να με ξεκουράση.
Δεν δύναμαι να υπολογίσω πόσας ώρας εκοιμήθην , όταν όμως με εξύπνησαν , η ημέρα είχε προχωρήσει πολύ.Με εξύπνησεν ο αγγελιοφόρος του Διοικητού.
—Σας ζητούν κ.ταγματάρχα.
—Ποιός είνε;
—Στο τηλέφωνο σας ζητούν.
Εντύθηκα προχείρως και κατέβηκα αμέσως .Ο Διοικητής μειδιών μου έδωκε το ακουστικόν και μου είπε:
-Εις το ακουστικόν είνε ο μυστηριώδης προστάτης σου.
Ομολογώ ότι ήμην εξαιρετικά συγκεκινημένος όταν αναλάμβανα το ακουστικόν .
—Ποιόςείνε;
—Εγώ, Μαρφρεντ .
—Ερριέττα συ είσαι;
—Σε λίγο θα ακούσης και την Ερριέττα σου. Προς το παρόν είμαι εγώ.
Ενευρίασα.
-—Που να πάρη ο διάβολος ποιός είναι τέλος πάντων;
-—Μανφρεντ, παραφέρεσαι και βρίζεις. Δεν κάνει.
—Ευχαριστώ για τας συμβουλάς σου, αλλά δεν μου χρειάζονται .Πες μου ποιά είσαι και φώναξέ μου την Ερριέττα στο τηλέφωνο αν είνε εκεί.
— Μαρφρεντ δεν με γνωρίζεις; είμαι η μητέρα σου ...
Εάν μου έχυναν νερό παγωμένο εις την πλάτην , δεν θα ησθανόμην αυτό που ησθάνθην την στιγμήν αυτήν .Μόλις συγκρατούμαι δια να μη δακρύσω .Κάνω σαν μικρό παιδί.................
—Μητερούλα πώς βρέθηκες στο τηλέφωνο;
—Είμαι στο Στρατηγείο.
—Γιατί έκανες τόσο κόπο, μητερούλα;
-—Κόπο το λες εσύ αυτό Μαρφρεντ για την μητέρα που λαχταρά να ιδή ή να ακούση τη φωνή του παιδιού της ;
—Ξέρω την αγάπη σου μητερούλα, αλλά ποιός σε έφερε ως το Στρατηγείο;
—Δεν πρέπει να με ρωτάς , Μαρφρεντ για πράγματα που πρέπει να τα καταλαβαίνης. Τώρα θα μιλήσης με αυτόν που με έφερε εις το Στρατηγείο.
Ακούω άλλη φωνή στο τηλέφωνο , πιό δροσερή γεμάτη τρυφερότητα. Είνε η Ερριέττα.Με ερωτά:
—Tί κάνεις Μαρφρεντ;
—Σ' ευχαριστώ Ερριέττα , για το ενδιαφέρον σου. Δεν έπρεπεν όμως να κουράσης την μητέραν μου να την φέρης εκατό χιλιόμετρα.
—Εγώ νόμιζα πως αυτό θα σε ευχαριστούσε Μάρφρεντ .Άλλως τε η ίδια με παρεκάλεσε να την φέρω.
—Ήλθε στο σπίτι σου;
—Όχι, εγώ πήγα στο δικό σου και έξαφνα πληροφορήθηκα ότι έφυγες απροόπτως για το μέτωπο .Τότε η μητέρασου με ηρώτησε πώς μπορούσε να φθάση κοντά σου.Της είπα ότι μόνον με το τηλέφωνο του στρατηγείου μπορούσε να σε δη.
—Και συ άλλο που δεν ήθελες να κάμης εκδρομή και κουβάλησες και την μητέρα μου μαζί.
— Με μαλώνεις Μαρφρεντ;
— Όχι παιδί μου , αλλ' αυτό που έκαμες ήταν σωστή τρέλλα.
— Τότε φαντάζομαι ποίου βαθμού τρέλλα θα χαρακτηρίσης αυτό που πρόκειται να κάμω τώρα.
— Τί δηλαδή πρόκειται να κάμης;
— Θα έλθω με την μητέρα σου στη Βάσι.
— Αυτό να μη το κάμης Ερριέττα γιατί θα με δυσαρεστήσης πολύ.
— Θα σκεφθώ αν πρέπη να σε ακούσω .Και τώρα θέλω να σε ρωτήσω : τί παλαβομάρα είναι αυτή που έκαμες χθες;
-—Τί εννοείς; Δεν σε καταλαβαίνω.
—Να προσγειωθής στην εχθρική βάσι. Παρεφρόνησες Μαρφρεντ;
-—Και πού το έμαθες εσύ;
—Μα υπάρχει πράγμα που να αφορά τα κατορθώματά σου και να μη γίνη αμέσως γνωστόν; Ο αρχιστράτηγος έλαβε λεπτομερή αναφοράν από την διοίκησιν της Βάσεως και μου την ανεκοίνωσε με δικαιολογημένο θαυμασμό για σένα.
—Ο κύριος Διοικητής που είνε αυτή τη στιγμή εδώ και τα ακούει όλα έκανε πολύ άσχημα να αναφέρη ένα μικρό επεισόδιο. Εκείνο που σε παρακαλώ είνε να μη κουβαλήσης τη μητέρα μου εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου