Η ΒΟΜΒΑ
Ο Τσουκιμότο είχε πάει να κόψει χορτάρι στη κορφή του λόφου Καβαμπίρα. Από κει, μπορούσε να βλέπει τη συνοικία του Ουρακάμι στο Ναγκασάκι που άπεχε τρία χιλιόμετρα προς τα νοτιοδυτικά. Ο ήλιος του καλοκαιριού τύλιγε τους λόφους και τη πόλη με βαριά αδιαφορία.
Ξαφνικά, ο Τσουκιμότο αντελήφθη το θόρυβο, αδύνατο μα αναμφίβολα, ενός αεροπλάνου. Ανασηκώθηκε με το δρεπάνι στο χέρι και κύτταξε τον αέρα. Ο ουρανός ήτανε καθαρός και μόνο σ' ένα σημείο ακριβώς πάν' απ' το κεφάλι του στεκότανε ένα σύννεφο σε σχήμα ανοιχτής παλάμης. Ο θόρυβος φαινόταν νάρχεται μέσα από κείνο το σύννεφο. Ο άνθρωπος μας εξακολουθούσε να παρατηρεί ακολουθώντας τον ήχο που μετατοπιζότανε, και τέλος το είδε.., ένα Β 29. Το μικροσκοπικό αργυρό αντικείμενο βρισκότανε στην άκρη του δείκτου του συννεφένιου χεριού, σε ύψος οκτώ περίπου χιλιομέτρων. Δε χάνει το αργυρό αντικείμενο από τα μάτια του : Αχ! φώναξε, κάτι ρίξανε. Είναι μαύρο, μακρύ ' είναι βόμβα ! Μια βόμβα!
Μα κείνο που γιόμισε τρόμο το Τσουκιμότο, κείνο που του πάγωσε το αίμα στις φλέβες, ήτανε ο σίφουνας που ξέφυγε κάτω απ' το λευκό σύννεφο. Με μια τρομακτική ταχύτητα περνάει πάνω στους λόφους και τα ισιώματα, και ζυγώνει. Όλα τα σπίτια στη κορφή υποχωρούνε μπροστά του, καθώς και κάθε δέντρο. Γίνονται όλα κομμάτια μπρος στη μανία του φαινομένου. Πριν ακόμα βρει τον καιρό να σκεφτεί πάνω σ' ότι έβλεπε ο θεατής, ο σίφουνας θερίζει το δάσος πούναι μπροστά του και σαρώνει τον τόπο που βρίσκεται ξαπλωμένος.
O Τσουκιμότο έπεσε στο έδαφος. Πέντε δευτερόλεπτα περνούνε, δέκα, είκοσι, ένα λεπτό. Μένει ξαπλωμένος μπρούμυτα κει συγκρατώντας την αναπνοή του... Απότομα στον ουρανό έλαμψε ένα φως. Ένα τέτοιο φως, σκέφτηκε, αλλά χωρίς κρότο ! παράξενο! Νευρικά, δειλά, σηκώνει το κεφάλι. Ναι, είναι βόμβα, χτυπήσανε το Ουρακάμι. Από το μέρος που βρισκότανε ο καθεδρικός ναός, μια στήλη άσπρου καπνού άρχισε ν' ανεβαίνει στον ουρανό και πλάταινε χωρίς παύση.
Το Ναγκασάκι πριν από τη καταστροφή. |
Θάλεγε κανείς ότι ήτανε ένα γιγάντιο αόρατο πιεστήρι που σύνθλιβε κάθε τι που συναντούσε. Τέλειωσε ' θα με λειώσει, σκέπτεται ο Τσουκιμότο κι' ενώνοντας τα χέρια του κώλυσε το πρόσωπο στο χώμα, αναστενάζον¬τας : θε μου θε μου! Ένας φριχτός θόρυβος φτάνει στ' αυτιά μου, αισθάνεται να σηκώνεται σαν άχυρο και βρίσκεται ριγμένος δέκα μέτρα μακρύτερα πάνω σ' ένα ξερότοιχο.
Όταν κάποτε πήρε το θάρρος ν' ανοίξει τα μάτια του και να κυττάξει γύρα του, είδε ξεριζωμένα δέντρα, ούτε ένα φύλλο κι' ούτε ίχνος χόρτου. Τάχε όλα παρασύρει. Δεν έμεινε στον αέρα παρά η οσμή ρετσινιού . . .
Από το Μισινόο, ο Κυρ Φουρούε, γύριζε στο σπίτι του στο Ουρακάμι. Περνώντας κοντά στο εργοστάσιο πολεμοφοδίων , του φάνηκε πως άκουσε τον ήχο ενός έλικα. Σήκωσε τα μάτια του κ' είδε στον ουρανό, στο ύψος του όρους Ινόσα, κατά τη διεύθυνση της συνοικίας Ματσουγιάμα, μια πυρωμένη κατακόκκινη σφαίρα, όχι τόσο λαμπερή που να μη μπορείς να τη κυττάξεις. Η σφαίρα έπεφτε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήτανε ' για να δει καλύτερα, έκλεισε το ένα μάτι και δοκίμασε να κυττάξει με τ' άλλο. Ξαφνικά ξέσπασε φέγγοντας σαν έκρηξη μαγνησίου. Ο κύριος Φουρούϊ αισθάνθηκε να πετιέται στον αέρα... Ύστερα από πολλές ώρες ξανάρθε στις αισθήσεις του: Κειτότανε μέσα σ' ένα ριζοχώραφο κάτω από το ποδήλατο του. Το ένα του μάτι είχε ξεκολλήσει και χαθεί...
Το σχολείο του Καρακούρε βρίσκεται εφτά χιλιόμετρα μακριά από το Ουρακάμι. Ο δάσκαλος Ταγκάβα γράφει για την εφημερίδα των αεροπορικών συναγερμών τα γεγονότα της στιγμής. Κατόπιν σηκώνεται και για μια στιγμή κοιτάζει από το ανοιχτό παράθυρο. Μπροστά του, χαμηλά, ανάμεσα σε κοιλάδες πολύχρωμες και στον γαλάζιο ουρανό, απλώνεται η πόλη του Ναγκασάκι.
Ξαφνικά, ο ουρανός φωτίζεται για μια στιγμή με μια τόσο δυνατή λάμψη που κάνει τον καλοκαιρινό ήλιο να χλομιάσει.
Να μια στενή ιδέα να τοποθετούνται φάροι μέρα - μεσημέρι, μουρμούρισε ο δάσκαλος, σκύβοντας για να δει καλύτερα τι συνέβαινε, Μα τι θέαμα ήτανε κείνο που αποκαλύφτηκε μπρος στα μάτια του !
— Κυττάξετε, φώναξε στους συναδέλφους που βρίσκονταν στην ίδια αίθουσα, κυττάξετε λοιπόν' τ' είν' αυτό;.. Ωρμήσανε όλοι προς το παράθυρο. Μια μεγάλη κηλίδα άσπρου καπνού φαινότανε κάθετα στο Ουρακάμι, κι' όλο μεγάλωνε. Τ' είναι; Τ' είναι; Τί μπορεί νάναι; φώναξαν όλοι βλέποντας την κηλίδα να παίρνει το σχήμα ενός γιγάντιου μανιταριού με περισσότερο από ένα χιλιόμετρο διάμετρο...
Τότε, ήρθε ένα φύσημα τρομοκρατικό : Τράνταζε το κτίριο, τίναξε σε κομμάτια τα τζάμια και σκέπασε τους δασκάλους με συντρίμμια...
— Είναι βόμβα, χτυπήθηκε το σχολείο, κρυφτείτε, ούρλιαξε ο κύριος Ταγκάβα ορμώντας στο καταφύγιο που είχαν ανοίξει στο λόφο πίσω απ' το σχολείο.
Εδώ όλα είναι ήρεμα, αλλά ενώ αυτός καθότανε πάνω στο δροσερό χώμα, μέσα στο μαύρο υπόγειο, πως θα μπορούσε να ξέρει αν την ίδια στιγμή, στο σπίτι του στο Ουρακάμι, η γυναίκα και τα παιδιά του δε θ΄ άφηναν τη τελευταία τους πνοή, καλώντας βοήθεια;..
Το μικρό χωριό Ογιάμα απλώνεται πάνω στη πλαγιά του όρους Χασίρο, στα νότια του λιμανιού του Ναγκασάκι, σ' απόσταση κάπου οκτώ χιλιομέτρων από το Ουρακάμι. Από κει, πάν' από τον όρμο, βλέπει κανείς στο γκρίζο βάθος, το λεκανοπέδιο του Ουρακάμι. Ο κύ¬ριος Κάτο καλλιεργούσε τα χωράφια του με τα δυο του βουβάλια. Είχε βρει πριν από λίγο μερικές κόκκινες φράουλες ανάμεσα στη πράσινη χλόη. Άγριες φράουλες. Πήρε δύο και τις έβαλε στο στόμα του...
Εκείνη τη στιγμή ξέσπασε η αστραπή. Τα βουβάλια την είδανε και στρέψανε αντίθετα τα κεφάλια τους. Ένα σύννεφο, ίδιο με μια μεγάλη βαμβακερή σφαίρα σχηματίσθηκε πάνω από το Ουρακάμι. Άρχισε να μεγαλώνει... Έμοιαζε μ' ένα φανάρι τυλιγμένο σε λευκό μαλί. Το εξωτερικό ήτανε άσπρο, στο εσωτερικό έκαιγε μια κόκκινη φλόγα και, απ' αυτή τη λευκή σφαίρα, βγαίνανε συνεχώς εκλάμψεις με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ωραίες ακτίνες, κόκκινες, κίτρινες, μωβ... Ύστερα, το σύννεφο πήρε το σχήμα ογκολίθου μ' επίπεδες επιφάνειες κ' η κορφή όλο κι' ανέβαινε, ανέβαινε, και σε λίγο έγινε σαν ένα τεράστιο μανιτάρι. Την ίδια στιγμή, ένας μαύρος κυκλώνας σκόνης και συντριμμιών σηκώθηκε από την πεδιάδα του Ουρακάμι. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλο αυτό το προκαλούσε το μανιτάρι που όλο και ψήλωνε.
Να τώρα που το σύννεφο έπεφτε και κατόπιν ξέκλινε προς τ' ανατολικά. Ο στρόβιλος πέρασε σε ύψος τους λόφους ύστερα, ένα μέρος του έπεσε και τ' άλλο ακολούθησε το σύννεφο... Ήτανε μια ωραία μέρα' οι λόφοι κ' η θάλασσα κολυμπούσαν στον ήλιο' αλλά η συνοικία του Ουρακάμι, κατ' από το σύννεφο, φαινότανε μαύρη κι' έρημη.
Ήρθε το φύσημα και τίναξε τα ρούχα του κυρίου Κούτο, τα φύλλα πέσανε απ' τα δέντρα, ο σίφουνας είχε χάσει πολύ απ' τη δύναμη του. Τα βουβάλια δεν πάθανε τίποτα κι' ο κύριος Κούτο σκέφτητε απλά : μωρέ, ακόμα μια βόμβα δω κοντά μας.
Γυρίζει με το βουβάλι του ο κύριος Τακαμί στη Κομπά, από το δρόμο του Οντορίζε που απέχει δυο χιλιόμετρα απ' το Ουρακάμι. Αισθάνεται απότομα πολύ ζέστη' μα όχι ανυπόφορη' μ' όλα αυτά, εκείνος και το βουβάλι του καίγονται. Μικρές φωτιές πιάνουνε πάνω τους σφυρίζοντας. Μια αγγίζει το πόδι του και σκάζει αφήνοντας μια γραμμή άσπρου καπνού και μυρουδιά παραφίνης που καίγεται. Εδώ και κει, μια παράξενη βροχή ανάβει πυρκαγιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου